Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Γαμημένη Ελεύθερη Οικονομία...

Ο Αμερικανικός Βούβαλος είναι ένα από τα παλαιότερα σύμβολα τής Αμερικής. Έχει δανείσει το όνομα του σε έναν από τους πιο γνωστούς ήρωες της, τον Buffalo Bill, αλλά και σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της, το... Buffalo. Η μορφή του έχει στολίσει τις σημαίες Αμερικανικών Πολιτειών, Πανεπιστημίων και νομισμάτων. Ένα από αυτά, η ασημένια πεντάρα του 1913, είναι το mcguffin αλλά και το αντικείμενο τού πόθου στο ομώνυμο θεατρικό τού David Mamet που παρουσιάζεται στο Θέατρο Πορεία, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου.

Αυτήν την ασημένια πεντάρα ο Ντον, ιδιοκτήτης παλιατζίδικου και απατεωνίσκος, πουλάει σε έναν συλλέκτη νομισμάτων προς 90 δολάρια. Όμως είναι σίγουρος ότι η "πραγματική" αξία τού νομίσματος του είναι η πενταπλάσια και αυτό τον τρελαίνει. Ο συλλέκτης τον κορόιδεψε, ουσιαστικά τον έκλεψε και πρέπει να τον εκδικηθεί. Αρχίζει να τον παρακολουθεί με σκοπό να τον ληστέψει την κατάλληλη στιγμή που εκείνος θα λείπει από το σπίτι. Την παρακολούθηση (του συλλέκτη) και την εκτέλεση τής ληστείας έχει αναλάβει ο Μπόμπι, πιστό και αφοσιωμένο "παιδί για όλες τις δουλειές" στο μαγαζί τού Ντον. Το καλοκάγαθο πρεζάκι, όμως, δεν είναι φτιαγμένο γι'αυτές τις δουλειές. Αυτό τονίζει ο Δάσκαλος, τρίτος πόλος τής σχηματιζόμενης "συμμορίας", στον Ντον προσπαθώντας να πάρει κι αυτός ένα κομμάτι από την προσδοκώμενη λεία. "Καλή η αφοσίωση, δε λέω, αλλά οι δουλειές είναι δουλειές" επιμένει και από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει ένα παιχνίδι σχεδίων, προστριβών και υπαναχωρήσεων.

Η ληστεία θα αποτύχει ή μάλλον δεν θα γίνει ποτέ και αυτό το γνωρίζουμε από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Το καταλαβαίνουμε από την έλλειψη επικοινωνίας και εμπιστοσύνης των ηρώων, την αδυναμία τους να εκφράσουν και τις πιο απλές σκέψεις και τα ανόητα σχέδια που εκπονούν καθόλη τη διάρκεια τού έργου. Το τέλος θα τους βρει όλους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο ίδιο ή και σε χειρότερο σημείο από αυτό που ξεκίνησαν.

Ήδη από τον τίτλο τού, γραμμένου το 1975, έργου του Mamet, αλλά και από την πληροφορία τού πολλαπλασιασμού τής τιμής μιας ταπεινής πεντάρας, καταλαβαίνουμε τον καταγγελόμενο στόχο τού συγγραφέα. Το χρήμα, η ελεύθερη διακίνηση του, ο νόμος τής προσφοράς και τής ζήτησης, το επιχειρείν, η ελεύθερη αγορά, με λίγα λόγια, είναι η πηγή τού κακού. Όπως, προγενέστερα, στο "Κίβδηλο Νόμισμα" τού Leo Tolstoy ένα παραχαραγμένο νόμισμα προκαλεί την εισχώρηση τού "κακού" στην κοινωνία, έτσι και εδώ ένα νόμισμα με "κίβδηλη" αξία προκαλεί την αναταραχή στον μικρόκοσμο των τριών κακοποιών. Όμως, σε αντίθεση με την "αγνή" κοινωνία τού 19ου αιώνα, η κοινωνία του 1975 (αλλά και η σημερινή) είναι ήδη διαβρωμένη από την καπιταλιστική ηθική, η οποία υποβαθμίζει την αξία των μέσων και προτάσσει την αξία του σκοπού, ο οποίος δεν είναι άλλος από την επιτυχία και την ιδιοκτησία, τους δύο βασικούς πυλώνες τού Αμερικανικού Ονείρου. Η εμμονή τού Ντον στην επανάκτηση τού Αμερικανικού Βούβαλου ΤΟΥ, είναι στην ουσία ή εμμονή του στην κατάκτηση αυτού του ονείρου. Του ονείρου για μια ζωή με πλούτη, ωραία σπίτια, κομψά κοστούμια και "γκομενίτσες με ωραία κωλαράκια", σαν αυτή που ζει ο συλλέκτης που του "έκλεψε" το νόμισμα.

Στη συνέχεια τού έργου ο Mamet δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Σε ένα από τα πολλά λογύδρια του ο Δάσκαλος παραφράζοντας την Διακήρυξη τής Αμερικανικής Ανεξαρτησίας βροντοφωνάζει "Ελεύθερη Οικονομία είναι η ελευθερία του ατόμου να προβεί σε όποια γαμημένη επιχείρηση θεωρεί ο ίδιος κατάλληλη..." και καταλήγει, "... η χώρα μας δημιουργήθηκε πάνω σε αυτήν, το ξέρεις Ντον. Άλλωστε, χωρίς αυτήν τι είμαστε; Ψωλομούρηδες κανίβαλοι στη ζούγκλα είμαστε...". Μέσα σε μερικές προτάσεις ο κυνικός Δάσκαλος τοποθετεί την Ελεύθερη Οικονομία ανάμεσα στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου δίπλα στο δικαίωμα στη Ζωή και την Ελευθερία. Το κυνήγι του Αμερικανικού Ονείρου δικαιολογεί την όποια εγκληματική πράξη αποσκοπεί στο κέρδος, ή μάλλον μετατρέπει την όποια εγκληματική πράξη αποσκοπεί στο κέρδος σε "επιχείρηση". Από το σημείο αυτό κι έπειτα, η ληστεία αναφέρεται μοναχά ως "επιχείρηση" (σοφή η μεταφραστική επιλογή αυτής της λέξης, αντί για την πιο απλή "δουλειά", από τον Τάρλοου), κάθε σχεδιασμός γίνεται με γνώμωνα το καλό τής "επιχείρησης" και την βελτιστοποίηση των κερδών τής "επιχείρησης". Οι δύο απατεώνες (ο Μπόμπι έχει σχεδόν εξ αρχής αποσυρθεί) αισθάνονται ότι έχουν κάθε ηθικό δικαίωμα στη διάπραξη τής ληστείας. Ακόμα και η αστυνομία (θεσμοθετημένο όργανο για τη διαφύλαξη τής νομιμότητας) εμφανίζεται στο έργο απλώς να "στρίβει στη γωνία".

Πώς καταλήγει τότε έτσι άδοξα αυτή η επιχείρηση; Ο συγγραφέας επιλέγει την εκ των έσω αποσύνθεση τής ομάδας. Σε μόνιμη αντιδιαστολή με την έννοια τής επιχειρηματικότητας βρίσκεται η έννοια τής φιλίας και της αφοσίωσης. Στην εναρκτήρια σκηνή ο Ντον κατσαδιάζει τον Μπόμπι επειδή έχασε τον στόχο του και προτίμησε να γυρίσει στο παλιατζίδικο. Η αφοσίωση στην επιχείρηση είναι σημαντικότερη από την αφοσίωση στον άνθρωπο. Ο Μπόμπι, αμέτοχος τού Ονείρου, αλλά και αδιάφορος προς αυτό, το μόνο που ζητά είναι η επιβεβαίωση από την πατρική φιγούρα τού Ντον. Ο εξοστρακισμός του από τη συμμορία δεν τον ενοχλεί επειδή θα χάσει τα χρήματα, αλλά επειδή θα χάσει την θέση τού "εκ δεξιών" του Ντον. Μια υπόγεια μάχη μαίνεται ανάμεσα σε αυτόν και τον Δάσκαλο γι'αυτή τη θέση και, όταν τα πράγματα φτάνουν σε οριακό (για την επιχείρηση) σημείο, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα τού Μπόμπι να αφοσιωθεί στους σκοπούς τής επιχείρησης, παρά την απόλυτη αφοσίωση του στον Ντον, θα αποβεί μοιραία για όλους. Το τέλος τού έργου βρίσκει τους τρεις πρωταγωνιστές, την "επιχείρηση" και το παλιατζίδικο τού Ντον διαλυμένα, όμως σε μια "ρομαντική" έκλαμψη τού συγγραφέα αχνοφαίνεται η ελπίδα για τη διατήρηση τής φιλίας και της αφοσίωσης μεταξύ των ανθρώπων.

Η παράσταση

Ο Δημήτρης Τάρλοου επέλεξε να ανεβάσει το έργο σε μια εποχή που μοιάζει να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ και έτσι ακριβώς το αντιμετώπισε κερδίζοντας ένα διπλό, και πολύ δύσκολο, στοίχημα. Τη μεταφορά τής δράσης από την Αμερική τού 1975 στην Ελλάδα τού 2011, χωρίς να χρειαστεί να αλλοιώσει το κείμενο (κάτι που θα ήταν απαράδεκτο).

Αρχικά, δημιούργησε ένα ανοιχτό και κατάφωτο σκηνικό δημιουργώντας μια απολύτως ρεαλιστική εικόνα τού παλιατζίδικου τού Ντον. Ως υπογράμμιση σε αυτόν τον ρεαλισμό, βλέπουμε στη σκηνή ένα κλουβί με έναν ζωντανό παπαγάλο, οι ηθοποιοί πίνουν κανονικό καφέ και τρώνε κανονικές τυρόπιτες και πίτσες, ακόμα και το τηλέφωνο είναι κανονικά συνδεδεμένο στο καλώδιο του. Στο ίδιο κλίμα και τα κοστούμια των ηθοποιών, που έχουν μεν μια ρετρό αισθητική, αλλά είναι ρούχα που θα μπορούσες να δεις άνετα στο δρόμο και σήμερα (αν και αυτός που θα τα φορούσε θα ήταν μάλλον κακοντυμένος).

Επίσης, επέλεξε να μεταφράσει το έργο διατηρώντας σε όλο της το μεγαλείο την ομοβροντία βωμολοχιών που εξακοντίζονται από το στόμα, κυρίως, του Δασκάλου, πηγαίνοντας, ίσως, ένα βήμα παραπέρα εφευρίσκοντας μια μεγαλύτερη ποικιλία πιο ευφάνταστων και πιο "Ελληνικών" λέξεων και εκφράσεων.

Σε αυτή την προσπάθεια βρήκε άξιους συμπαραστάτες του τους τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς του. Παίζοντας μερικές κλίμακες πάνω από το κανονικό και με έναν αξιοζήλευτο έλεγχο των εκφραστικών τους μέσων, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο Γιώργος Γάλλος και ο Παναγιώτης Καλαντζής έδωσαν με ακρίβεια το ψυχογράφημα των ρόλων τους δίνοντας παράλληλα την εικόνα μιας παρέας σε κάποιο υπόγειο τού Μεταξουργείου ή κάποιας άλλης κακόφημης γειτονιάς.

Οι επιλογές αυτές, δεν ήρθαν, όπως ήταν φυσικό, χωρίς να δημιουργήσουν κάποια μικροπροβλήματα. Το ανοιχτό σκηνικό αφαίρεσε την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα τού έργου, αφαιρώντας μαζί της και ένα κομμάτι από τη γοητεία του και οι φωνακλάδικες ερμηνείες σε συνδυασμό με τις ευφάνταστες βωμολοχίες έδωσαν έναν κωμικό τόνο, που σαφέστατα υπάρχει, αλλά όχι τόσο υπερτονισμένος. Μικρές ατέλειες που αν δεν υπήρχαν θα μιλούσαμε για μια αριστουργηματική παράσταση ενός αριστουργηματικού έργου.