Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Το Λιβάδι Δακρύζει (και τα πρόβατα βόσκουν ατάραχα)

Παρακολουθώ όλες αυτές τις μέρες, μάλλον κατηφής και σίγουρα άναυδος, το νεκρολογικό κοντσέρτο που ακολούθησε τον αιφνίδιο και άδοξο θάνατο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το μέγεθος της υποκρισίας αυτής της χώρας.

Τι ήταν ο Αγγελόπουλος για την Ελλάδα; Ένα βάρος που δεν αποδεχτήκε ποτέ, ούτε για τα μάτια του κόσμου. Ένα φτηνό ανέκδοτο για να γελάνε οι παρέες. Ένα ξένο σώμα, παρείσακτος που "κλέβει" τα λεφτά των υπόλοιπων σκηνοθετών με τις μεγάλες και ακριβές παραγωγές του. Ένας ανθέλληνας που δεν εκτίμησε ποτέ το "γαλάζιο της Ελλάδας" και δεν ανέδειξε ποτέ την ομορφιά της. "Γλείφτης των Καννών", "ατάλαντος δημοσιοσχεσίτης", "κακός σκηνοθέτης που δεν ξέρει να κάνει ούτε ένα γκρο πλαν", "αργός και βαρετός", "παλιομοδίτικος κινηματογράφος" ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που ακολουθούσαν αυτόν και το έργο του, για να μην επεκταθούμε στις επιθέσεις στην προσωπικότητα του.

Και ξαφνικά άνθρωποι, που αμφιβάλλω αν έχουν περάσει έξω από σινεμά που έπαιζε ταινία του, άρχισαν να μιλούν για τον "Μεγάλο Έλληνα", τον "Ποιητή των Εικόνων" και άλλες κοινοτοπίες, πείθοντας ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς τους ότι τα πιστεύουν. Και το πρόβλημα δεν απομονώνεται στους συνήθεις ύποπτους των ΜΜΕ, αλλά και στον "απλό" λαό που, αφού τον σνόμπαρε εν ζωή, τώρα τρέχει να εξαντλήσει το Βήμα της Κυριακής επειδή χαρίζει τον Θίασο. Μιλάμε για τον ίδιο λαό που ΔΕΝ πήγε ποτέ στο σινεμά να δει ούτε αυτή, ούτε κάποια άλλη ταινία του σκηνοθέτη (ενδεικτικά, το Βλέμμα του Οδυσσέα, μια από τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών σύμφωνα με το TIME, έκοψε 60.000 εισιτήρια και η Αιωνιότητα και μια Μέρα, με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, 80.000 εισιτήρια, όταν το Safe Sex έκοψε κάτι παραπάνω από 1.000.000). Συλλογική συνειδητοποίηση ή, απλώς, "δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται";

Το δεύτερο λέω, γιατί, για μένα, αυτό ακριβώς ήταν ο Αγγελόπουλος. Μια μεγάλη βελανιδιά. Επιβλητικός και ανέγγιχτος από τον χρόνο, δέσποζε επί των άλλων, με το έργο του και την προσωπικότητα του. Και αυτός, όπως η βελανιδιά, συμβόλιζε την ήρεμη δύναμη και οι δικοί του καρποί, όπως της βελανιδιάς, χρειάζονται άπλετο φως και αρκετό χρόνο για να "βλαστήσουν". Ο Αγγελόπουλος κατάφερε, ακολουθώντας τη δική του μοναχική πορεία, να δημιουργήσει ένα μοναδικό στο είδος του σινεμά που δύσκολα μπορεί να κριθεί με αποκλειστικά κινηματογραφικούς όρους. Οι ταινίες του, όπως και οι ταινίες άλλων, αντίστοιχα μεγάλων δημιουργών (ο όρος σκηνοθέτης δεν επαρκεί), όπως ο Μιζογκούτσι ας πούμε, εκτός από κινηματογραφική παιδεία, χρειάζονται ευαίσθητη "ματιά" και ακόμα πιο "ευαίσθητο" πνεύμα.

Δεν θα μου λείψει ο Αγγελόπουλος. Οι δημιουργοί αυτού του μεγέθους μένουν πάντα ζωντανοί μέσα από το έργο τους. Στεναχωριέμαι όμως που δεν τον προσέξαμε όσο έπρεπε και δεν τον ακούσαμε όσες φορές είχε να μας πει κάτι. Θλίβομαι επίσης, για καθαρά εγωιστικούς λόγους, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του όπως αυτός θα ήθελε. Ευελπιστώ ότι η κόρη του θα καταφέρει να τελειώσει την ταινία του ευπρόσωπα, αν και θα προτιμούσα να το κάνει... αγγελοπουλικά.

---------------------------------------------------------------------------
Ένα εξαιρετικό "θυμωμένο" κείμενο του Γιάννη Καραμπίτσου στο CameraStylo Online για τον Αγγελόπουλο. Αξίζει τον κόπο.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Του Κύκλου τα Γυρίσματα...

Το έργο

Ο Ερωτόκριτος τού Βιντσέντζου Κορνάρου, έργο γραμμένο το 1600 περίπου, θεωρείται (και είναι) το σημαντικότερο, μαζί με την Ερωφίλη τού Γεώργιου Χορτάτση, έργο τής Κρητικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από 10.000 στίχους (συν 12 που αποτελούν την υπογραφή τού ποιητή) σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και είναι γραμμένος εξ ολοκλήρου στην Κρητική διάλεκτο. Η υπόθεση του είναι, λίγο πολύ, γνωστή...

Ο δεκαοχτάχρονος γιος τού συμβούλου τού βασιλιά Ηράκλη τής Αθήνας ερωτεύεται την δεκατριάχρονη κόρη του Αρετούσα. Μετά από διάφορα δραματικά επεισόδια, και αφού ο Ερωτόκριτος φεύγει για την Χαλκίδα με σκοπό να την ξεχάσει, η Αρετούσα ανταποκρίνεται στον έρωτα του και το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά. Μετά από προτροπή τής Αρετούσας, ο Ερωτόκριτος στέλνει τον πατέρα του να ζητήσει το χέρι της, όμως ο βασιλιάς που προτιμά ένα συνοικέσιο με τον βασιλιά τού Βυζαντίου εξορίζει τον θρασύ νέο και φυλακίζει την Αρετούσα, η οποία αρνείται το συνοικέσιο (έχει ήδη αρραβωνιαστεί κρυφά τον Ερωτόκριτο).

Μετά από τρία χρόνια, και ενώ η Αθήνα πολιορκείται από τους Βλάχους, ο Ερωτόκριτος επιστρέφει καλυπτόμενος από μια μαγική μεταμφίεση. Σε μία από τις μάχες σώζει τη ζωή τού βασιλιά και αργότερα νικάει το πρωτοπαλίκαρο των Βλάχων, σώζωντας και την πόλη. Ο Ηράκλης, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, προσφέρει στον ηρωικό ξένο το χέρι τής κόρης του, η οποία (εφόσον δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει) αρνείται πεισματικά. Ο Ερωτόκριτος υποβάλλει την Αρετούσα σε διάφορες δοκιμασίες για να βεβαιωθεί για τον έρωτα της και στο τέλος λύνει τα μάγια και της φανερώνεται. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και ο Ερωτόκριτος γίνεται άρχοντας της Αθήνας, ο πρώτος των πρώτων όπως μας πληροφορεί ο Κορνάρος.

Η παράσταση

Ο Στάθης Λιβαθινός στην παράσταση που παρουσιάζει στο θέατρο Ακροπόλ, διάβασε τον Ερωτόκριτο όχι σαν μια ρομαντική μυθιστορία, αλλά σαν έναν ύμνο στον έρωτα, τη ζώη και τη χαρά τής ζωής. Όπως λέει και ο ίδιος, "ο Ερωτόκριτος είναι η Αναγέννηση", η ζωή όπως θά έπρεπε να είναι και όχι όπως είναι...

Αμέσως μετά το τρίτο κουδούνι, οι ηθοποιοί της παράστασης, σαν ένα χαρούμενο μπουλούκι, στέκονται μπροστά από την βελούδινη αυλαία, παίζοντας στην κυριολεξία. Δημιουργούν μια σειρά από πανέμορφα ταμπλό βιβάν, ερωτοτροπούν, εναλλάσονται με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού στην "απαγγελία" των στίχων τού Κορνάρου, τραγουδούν υπό τη συνοδεία τής τζαζ ορχήστρας, χορεύουν. Η αρχική εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος ρόλος για κάθε ηθοποιό. Σαν σε μια ατελείωτη πρόβα, έναν συνεχή αυτοσχεδιασμό, ο ένας μετά τον άλλον παίρνουν το λόγο, ώσπου μέσα από το σύνολο "αναδύονται" ο πολύ καλός Γιώργος Χριστοδούλου και η εξαιρετική Νεφέλη Κουρή στους ρόλους του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας αντίστοιχα.

Η αυλαία σηκώνεται και μας εμφανίζει το κυρίαρχο σκηνικό στο οποίο θα παιχτεί το κυρίως δράμα, ένα καρουζέλ. Πέρα από τον προφανή συμβολισμό και την ευθεία παραπομπή στον πασίγνωστο αρχικό στίχο (και τίτλο αυτής της ανάρτησης) τού Ερωτόκριτου, το αγαπημένο παιδικό παιχνίδι είναι ακριβώς αυτό, ένα παιχνίδι. Όπως ο έρωτας, όπως η ζωή. Από εκεί και πέρα δεν χωρά αμφιβολία για τον δρόμο που παίρνει η παράσταση. Οι ηθοποιοί, σχεδόν αντιστικτικά προς τον δραματικό τόνο τού έργου, "ανεβάζουν στροφές" επιδιδόμενοι σε χορευτικές ασκήσεις ακριβείας με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή των κονταρομαχιών, όπου σε δυάδες δημιουργούν ένα σύμπλεγμα ανθρώπου και αλόγου.

Η συνέχεια επιφυλάσει για όλους μας μια έκπληξη. Αμέσως μετά τη φυλάκιση τής Αρετούσας, τον ρόλο παίρνει στα χέρια της η Μαρία Ναυπλιώτου και Ερωτόκριτος γίνεται ο Μελέτης Ηλίας. Οι δραματικός τόνος του έργου επανέρχεται και η σκηνή σχεδόν αδειάζει από τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Τώρα πια επικεντρωνόμαστε στο δράμα τής νεαρής αρχοντοπούλας και στον επικό θρίαμβο τού Ερωτόκριτου, ώσπου, αμέσως μετά την αποδοχή της ένωσης των δύο ερωτευμένων από τον βασιλιά Ηράκλη, ένα τρίτο ζευγάρι παίρνει τους δύο βασικούς ρόλους, ο Δημήτρης Ήμελλος και η Γιώτα Φέστα. Ο κύκλος πλέον έχει κλείσει. Από την παιχνιδιάρα Νεφέλη Κουρή, στην δραματική Ναυπλιώτου, στην ώριμη Φέστα και από τον παθιασμένο Χριστοδούλου, στον επικό Ηλία, στον ήρεμο Ήμελλο, ένα γαϊτανάκι δημιουργείται πάνω στο καρουζέλ, όπου οι έξι ηθοποιοί συνομιλούν σπάζοντας το φράγμα του χρόνου. Τέλος καλό όλα καλά, όπως λέει και ένας άλλος ποιητής.

Η παράσταση τελειώνει με τους ηθοποιούς παραταγμένους σε μια σειρά. Σχεδόν όπως ξεκίνησαν, με μια φωνή, παραλείπουν τους τελευταίους 26 στίχους και βρωντοφωνάζουν, αποκαλύπτοντας μας και το όραμα τού σκηνοθέτη για αυτήν την παράσταση.

"Και κάθε εις που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει,
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ΟΛΠΙΔΑ ας έχει."


Οι συντελεστές

Ο Λιβαθινός αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι, εκτός από ταλέντο έχει και όραμα. Ο συντονισμός των ηθοποιών, οι ανεπαίσθητες αλλαγές τους σε διαφορετικούς ρόλους είναι σκηνοθετικά επιτεύγματα, αλλά ο τρόπος που κλείνει την παράσταση του είναι αυτό που ξεχωρίζει τον καλό από τον άριστο. Για τρίτη συνεχόμενη φορά (μετά τον Θάνατο του Δαντόν και την Κάρμεν) με πείθει ότι όχι μόνο έχει στόχους, αλλά ξέρει και πως να τους πετυχαίνει.

Για να τα καταφέρει, βέβαια, χρειάζεται και άξιους συμπαραστάτες. Πρώτη και καλύτερη η Ζωή Χατζηαντωνίου, η οποία επιμελείται την κίνηση, καταφέρνει να δώσει στην παράσταση αυτόν τον παράφορο τόνο που χρειάζεται για να ξεπεραστούν τα όποια παρωχημένα στοιχεία τού έργου. Από το ενιαίο σύνολο των ηθοποιών, ξεχωρίζουν η Νεφέλη Κουρή (πρώτη Αρετούσα) με την παιχνιδιάρικη, σχεδόν παιδική, ερμηνεία της, η Μαρία Σαββίδου (παραμάνα), ο Μελέτης Ηλίας (δεύτερος Ερωτόκριτος) που απέδωσε με τη γνωστή θεατράλε ερμηνεία του τον επικολυρικό χαρακτήρα τού ρόλου του και ο Δημήτρης Ήμελλος (μέσα σε όλα και τρίτος Εωρτόκριτος), ο οποίος αν και δεν βοηθήθηκε από τη φωνή του ξεχειλίζει από ταλέντο. Εξαιρετική η μουσική τού Δημήτρη Μαραμή, βοήθησε στην απαλλαγή τού έργου από τα φολκλορικά βαρίδια του, και ακόμα πιο εξαιρετική η δουλειά τής Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και τα κουστούμια.

Εν κατακλείδι, μια υπέροχη θεατρική εμπειρία. Αν μπορεί κάποιος να δει μία και μόνο παράσταση φέτος, αυτή πρέπει να είναι η επιλογή του. Αρκεί να αφήσει στην πόρτα τής εισόδου, τη μιζέρια και τη σοβαροφάνεια που μας ακολουθεί στον καθημερινό μας βίο, να αφεθεί στην ομορφιά και τη χαρά τής ζωής και το τέλος τής τρίωρης (ξέρω, είναι πολύ) παράστασης θα τον βρει σαφώς πιο ανάλαφρο και χαρούμενο.