Σε ένα από τα χαριτωμένα διηγήματα του, ο Θείος Μαρκήσιος (τι ποιος Θείος;;;) περιγράφει την ιστορία μιας νεαρής βαρώνης, η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί κάποιον γηραιό αριστοκράτη (αναφέρεται ως ο "κύριος πρόεδρος"), γνωστό για τις ακολασίες του και τις "ανώμαλες" σεξουαλικές του προτιμήσεις. Μια μέρα πριν το γάμο, η μητέρα της, γνωρίζοντας τα γούστα τού μέλλοντα γαμπρού της, τη συμβουλεύει, για την πρώτη νύχτα τού γάμου, να αρνηθεί το πρώτο πράγμα που θα της προτείνει, λέγοντας του ορθά κοφτά: Όχι κύριε, απ'οπουδήποτε αλλού θα σας ευχαριστούσε, αλλά από εδώ σίγουρα όχι.
Η νύχτα τού γάμου φτάνει, το ζευγάρι ξαπλώνει στο κρεβάτι και, παραδόξως, ο κύριος πρόεδρος, λόγω κάποιου ανεξήγητου δισταγμού, αποφασίζει να εισέλθει στον έγγαμο βίο δια της "νομίμου οδού". Η νεαρή βαρώνη, καλά δασκαλεμένη από τη μητέρα της, αποφασίζει να αρνηθεί κατηγορηματικά. "Όχι κύριε, δεν θα γίνει όπως εσείς θέλετε. Απ'οποιοδήποτε άλλο μέρος σας αρέσει, αλλά οπωσδήποτε όχι από εδώ..."
Δεν ξέρω αν κάποιος μπορεί να πει αυτήν την ιστορία διδακτική, αλλά κάπως έτσι βλέπω τον τελευταίο καιρό την πολιτική διαμαρτυρία στην Ελλάδα. Δεν εννοώ ότι οι αντιδράσεις τού κόσμου είναι αποτέλεσμα κάποιου δασκαλέματος μιας φιλόστοργης "μητέρας", αλλά έχω την εντύπωση ότι η αντίδραση μας σε κάθε πολιτικό μέτρο εντοπίζεται κυρίως στο "αντί" και λιγότερο στη "δράση". Σαν τη νεαρή βαρώνη κι εμείς, σε κάθε πρόταση που ακούγεται λέμε: Όχι κύριοι, οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό.
Συζητούσαμε σε κάποια παρέα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ, αν η πρόταση τής κυβέρνησης ήταν η άμεση χρεοκοπία τηή χώρας, θα υπήρχαν διαφορετικές αντιδράσεις από τον κόσμο; Θα μαζεύονταν, ας πούμε, στο Σύνταγμα όλοι οι αντιμνημονιακοί και θα πανηγύριζαν γι'αυτήν την επιλογή ή μήπως θα βαφτίζονταν αυτόματα "αντιχρεοκόποι" και θα είχαμε ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα; Υποψιάζομαι, για να μην πω είμαι βέβαιος, ότι θα συνέβαινε το δεύτερο. Καμμία στιγμή, στις τόσο δύσκολες εποχές που ζούμε, δεν είδα κάποια λογική πρόταση να τίθεται στο τραπέζι. Από την αντίσταση στο μνημόνιο και την απαίτηση για δημοψήφισμα περάσαμε στην αντίσταση στο δημοψήφισμα και την απαίτηση για παραμονή στην Ευρωζώνη, για να καταλήξουμε, εκ νέου, στην αντίσταση στο (δεύτερο) μνημόνιο και την απαίτηση για χρεοκοπία. Οτιδήποτε, δηλαδή, εκτός από αυτό...
Ακριβώς εδώ βρίσκεται, κατ'εμέ, η ουσία, αλλά και η αιτία, της κρίσης. Είμαστε ένας βολεμένος λαός και, σαν την βασιλοπούλα με το μπιζέλι κάτω από το στρώμα, στριφογυρίζουμε από δω κι από κει μέχρι να βρούμε τη θέση που μας βολεύει καλύτερα. Δυστυχώς, τέτοια θέση δεν υπάρχει κι αντί να ψάξουμε για το "μπιζέλι" σηκωνόμαστε οργισμένοι και κατηγορούμε αυτόν που έστρωσε το κρεβάτι. Ξεχνάμε, βέβαια, ότι μόνοι μας το στρώσαμε, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία πια. Η κρίση είναι εδώ, πιο έντονη από ποτέ, και δεν πρόκειται να φύγει για τα επόμενα χρόνια ούτε με μνημονιακά μέτρα, ούτε με χρεοκοπία, ούτε, ακόμα, και με παρέμβαση τού ακάματου "Θεού τής Ελλάδας". Και, δυστυχώς, ακόμα κι αν γίνει ένα θαύμα και σωθούμε, όσο το "μπιζέλι" είναι κάτω από το στρώμα η επόμενη κρίση θα έρθει συντομότερα απ'όσο πιστεύουμε και θα είναι ολοκληρωτικά καταστροφική.
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα που πρέπει να πετάξουμε το "αντί" και να επικεντρωθούμε στη "δράση". Να βρούμε αυτό το μπιζέλι και να το πετάξουμε από το παράθυρο. Είμαστε, πλέον, πιο ώριμοι και πιο σοφοί για να περπατήσουμε έναν δρόμο που δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά θα μας οδηγήσει σε μια ασφαλέστερη και καλύτερη κοινωνία; Θα δείξει. Αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι να πάψουμε να λέμε "οπωσδήποτε όχι από εδώ", αλλά να βρούμε αυτόν τον δρόμο και να πούμε, επιτέλους, "Κύριοι, οπωσδήποτε από εδώ!"
Γιατί, διαφορετικά, σαν τη νεαρή βαρώνη, τον σοδομισμό δεν τον γλυτώνουμε με τίποτα...
ill timed or out of time?
ΠΑΡΑΤΑΙΡΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, ΠΑΡΑΚΑΙΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ...
Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012
Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012
Το Λιβάδι Δακρύζει (και τα πρόβατα βόσκουν ατάραχα)
Παρακολουθώ όλες αυτές τις μέρες, μάλλον κατηφής και σίγουρα άναυδος, το νεκρολογικό κοντσέρτο που ακολούθησε τον αιφνίδιο και άδοξο θάνατο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το μέγεθος της υποκρισίας αυτής της χώρας.
Τι ήταν ο Αγγελόπουλος για την Ελλάδα; Ένα βάρος που δεν αποδεχτήκε ποτέ, ούτε για τα μάτια του κόσμου. Ένα φτηνό ανέκδοτο για να γελάνε οι παρέες. Ένα ξένο σώμα, παρείσακτος που "κλέβει" τα λεφτά των υπόλοιπων σκηνοθετών με τις μεγάλες και ακριβές παραγωγές του. Ένας ανθέλληνας που δεν εκτίμησε ποτέ το "γαλάζιο της Ελλάδας" και δεν ανέδειξε ποτέ την ομορφιά της. "Γλείφτης των Καννών", "ατάλαντος δημοσιοσχεσίτης", "κακός σκηνοθέτης που δεν ξέρει να κάνει ούτε ένα γκρο πλαν", "αργός και βαρετός", "παλιομοδίτικος κινηματογράφος" ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που ακολουθούσαν αυτόν και το έργο του, για να μην επεκταθούμε στις επιθέσεις στην προσωπικότητα του.
Και ξαφνικά άνθρωποι, που αμφιβάλλω αν έχουν περάσει έξω από σινεμά που έπαιζε ταινία του, άρχισαν να μιλούν για τον "Μεγάλο Έλληνα", τον "Ποιητή των Εικόνων" και άλλες κοινοτοπίες, πείθοντας ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς τους ότι τα πιστεύουν. Και το πρόβλημα δεν απομονώνεται στους συνήθεις ύποπτους των ΜΜΕ, αλλά και στον "απλό" λαό που, αφού τον σνόμπαρε εν ζωή, τώρα τρέχει να εξαντλήσει το Βήμα της Κυριακής επειδή χαρίζει τον Θίασο. Μιλάμε για τον ίδιο λαό που ΔΕΝ πήγε ποτέ στο σινεμά να δει ούτε αυτή, ούτε κάποια άλλη ταινία του σκηνοθέτη (ενδεικτικά, το Βλέμμα του Οδυσσέα, μια από τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών σύμφωνα με το TIME, έκοψε 60.000 εισιτήρια και η Αιωνιότητα και μια Μέρα, με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, 80.000 εισιτήρια, όταν το Safe Sex έκοψε κάτι παραπάνω από 1.000.000). Συλλογική συνειδητοποίηση ή, απλώς, "δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται";
Το δεύτερο λέω, γιατί, για μένα, αυτό ακριβώς ήταν ο Αγγελόπουλος. Μια μεγάλη βελανιδιά. Επιβλητικός και ανέγγιχτος από τον χρόνο, δέσποζε επί των άλλων, με το έργο του και την προσωπικότητα του. Και αυτός, όπως η βελανιδιά, συμβόλιζε την ήρεμη δύναμη και οι δικοί του καρποί, όπως της βελανιδιάς, χρειάζονται άπλετο φως και αρκετό χρόνο για να "βλαστήσουν". Ο Αγγελόπουλος κατάφερε, ακολουθώντας τη δική του μοναχική πορεία, να δημιουργήσει ένα μοναδικό στο είδος του σινεμά που δύσκολα μπορεί να κριθεί με αποκλειστικά κινηματογραφικούς όρους. Οι ταινίες του, όπως και οι ταινίες άλλων, αντίστοιχα μεγάλων δημιουργών (ο όρος σκηνοθέτης δεν επαρκεί), όπως ο Μιζογκούτσι ας πούμε, εκτός από κινηματογραφική παιδεία, χρειάζονται ευαίσθητη "ματιά" και ακόμα πιο "ευαίσθητο" πνεύμα.
Δεν θα μου λείψει ο Αγγελόπουλος. Οι δημιουργοί αυτού του μεγέθους μένουν πάντα ζωντανοί μέσα από το έργο τους. Στεναχωριέμαι όμως που δεν τον προσέξαμε όσο έπρεπε και δεν τον ακούσαμε όσες φορές είχε να μας πει κάτι. Θλίβομαι επίσης, για καθαρά εγωιστικούς λόγους, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του όπως αυτός θα ήθελε. Ευελπιστώ ότι η κόρη του θα καταφέρει να τελειώσει την ταινία του ευπρόσωπα, αν και θα προτιμούσα να το κάνει... αγγελοπουλικά.
---------------------------------------------------------------------------
Ένα εξαιρετικό "θυμωμένο" κείμενο του Γιάννη Καραμπίτσου στο CameraStylo Online για τον Αγγελόπουλο. Αξίζει τον κόπο.
Τι ήταν ο Αγγελόπουλος για την Ελλάδα; Ένα βάρος που δεν αποδεχτήκε ποτέ, ούτε για τα μάτια του κόσμου. Ένα φτηνό ανέκδοτο για να γελάνε οι παρέες. Ένα ξένο σώμα, παρείσακτος που "κλέβει" τα λεφτά των υπόλοιπων σκηνοθετών με τις μεγάλες και ακριβές παραγωγές του. Ένας ανθέλληνας που δεν εκτίμησε ποτέ το "γαλάζιο της Ελλάδας" και δεν ανέδειξε ποτέ την ομορφιά της. "Γλείφτης των Καννών", "ατάλαντος δημοσιοσχεσίτης", "κακός σκηνοθέτης που δεν ξέρει να κάνει ούτε ένα γκρο πλαν", "αργός και βαρετός", "παλιομοδίτικος κινηματογράφος" ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που ακολουθούσαν αυτόν και το έργο του, για να μην επεκταθούμε στις επιθέσεις στην προσωπικότητα του.
Και ξαφνικά άνθρωποι, που αμφιβάλλω αν έχουν περάσει έξω από σινεμά που έπαιζε ταινία του, άρχισαν να μιλούν για τον "Μεγάλο Έλληνα", τον "Ποιητή των Εικόνων" και άλλες κοινοτοπίες, πείθοντας ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς τους ότι τα πιστεύουν. Και το πρόβλημα δεν απομονώνεται στους συνήθεις ύποπτους των ΜΜΕ, αλλά και στον "απλό" λαό που, αφού τον σνόμπαρε εν ζωή, τώρα τρέχει να εξαντλήσει το Βήμα της Κυριακής επειδή χαρίζει τον Θίασο. Μιλάμε για τον ίδιο λαό που ΔΕΝ πήγε ποτέ στο σινεμά να δει ούτε αυτή, ούτε κάποια άλλη ταινία του σκηνοθέτη (ενδεικτικά, το Βλέμμα του Οδυσσέα, μια από τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών σύμφωνα με το TIME, έκοψε 60.000 εισιτήρια και η Αιωνιότητα και μια Μέρα, με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, 80.000 εισιτήρια, όταν το Safe Sex έκοψε κάτι παραπάνω από 1.000.000). Συλλογική συνειδητοποίηση ή, απλώς, "δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται";
Το δεύτερο λέω, γιατί, για μένα, αυτό ακριβώς ήταν ο Αγγελόπουλος. Μια μεγάλη βελανιδιά. Επιβλητικός και ανέγγιχτος από τον χρόνο, δέσποζε επί των άλλων, με το έργο του και την προσωπικότητα του. Και αυτός, όπως η βελανιδιά, συμβόλιζε την ήρεμη δύναμη και οι δικοί του καρποί, όπως της βελανιδιάς, χρειάζονται άπλετο φως και αρκετό χρόνο για να "βλαστήσουν". Ο Αγγελόπουλος κατάφερε, ακολουθώντας τη δική του μοναχική πορεία, να δημιουργήσει ένα μοναδικό στο είδος του σινεμά που δύσκολα μπορεί να κριθεί με αποκλειστικά κινηματογραφικούς όρους. Οι ταινίες του, όπως και οι ταινίες άλλων, αντίστοιχα μεγάλων δημιουργών (ο όρος σκηνοθέτης δεν επαρκεί), όπως ο Μιζογκούτσι ας πούμε, εκτός από κινηματογραφική παιδεία, χρειάζονται ευαίσθητη "ματιά" και ακόμα πιο "ευαίσθητο" πνεύμα.
Δεν θα μου λείψει ο Αγγελόπουλος. Οι δημιουργοί αυτού του μεγέθους μένουν πάντα ζωντανοί μέσα από το έργο τους. Στεναχωριέμαι όμως που δεν τον προσέξαμε όσο έπρεπε και δεν τον ακούσαμε όσες φορές είχε να μας πει κάτι. Θλίβομαι επίσης, για καθαρά εγωιστικούς λόγους, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του όπως αυτός θα ήθελε. Ευελπιστώ ότι η κόρη του θα καταφέρει να τελειώσει την ταινία του ευπρόσωπα, αν και θα προτιμούσα να το κάνει... αγγελοπουλικά.
---------------------------------------------------------------------------
Ένα εξαιρετικό "θυμωμένο" κείμενο του Γιάννη Καραμπίτσου στο CameraStylo Online για τον Αγγελόπουλο. Αξίζει τον κόπο.
Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012
Του Κύκλου τα Γυρίσματα...
Το έργο
Ο Ερωτόκριτος τού Βιντσέντζου Κορνάρου, έργο γραμμένο το 1600 περίπου, θεωρείται (και είναι) το σημαντικότερο, μαζί με την Ερωφίλη τού Γεώργιου Χορτάτση, έργο τής Κρητικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από 10.000 στίχους (συν 12 που αποτελούν την υπογραφή τού ποιητή) σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και είναι γραμμένος εξ ολοκλήρου στην Κρητική διάλεκτο. Η υπόθεση του είναι, λίγο πολύ, γνωστή...
Ο δεκαοχτάχρονος γιος τού συμβούλου τού βασιλιά Ηράκλη τής Αθήνας ερωτεύεται την δεκατριάχρονη κόρη του Αρετούσα. Μετά από διάφορα δραματικά επεισόδια, και αφού ο Ερωτόκριτος φεύγει για την Χαλκίδα με σκοπό να την ξεχάσει, η Αρετούσα ανταποκρίνεται στον έρωτα του και το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά. Μετά από προτροπή τής Αρετούσας, ο Ερωτόκριτος στέλνει τον πατέρα του να ζητήσει το χέρι της, όμως ο βασιλιάς που προτιμά ένα συνοικέσιο με τον βασιλιά τού Βυζαντίου εξορίζει τον θρασύ νέο και φυλακίζει την Αρετούσα, η οποία αρνείται το συνοικέσιο (έχει ήδη αρραβωνιαστεί κρυφά τον Ερωτόκριτο).
Μετά από τρία χρόνια, και ενώ η Αθήνα πολιορκείται από τους Βλάχους, ο Ερωτόκριτος επιστρέφει καλυπτόμενος από μια μαγική μεταμφίεση. Σε μία από τις μάχες σώζει τη ζωή τού βασιλιά και αργότερα νικάει το πρωτοπαλίκαρο των Βλάχων, σώζωντας και την πόλη. Ο Ηράκλης, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, προσφέρει στον ηρωικό ξένο το χέρι τής κόρης του, η οποία (εφόσον δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει) αρνείται πεισματικά. Ο Ερωτόκριτος υποβάλλει την Αρετούσα σε διάφορες δοκιμασίες για να βεβαιωθεί για τον έρωτα της και στο τέλος λύνει τα μάγια και της φανερώνεται. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και ο Ερωτόκριτος γίνεται άρχοντας της Αθήνας, ο πρώτος των πρώτων όπως μας πληροφορεί ο Κορνάρος.
Η παράσταση
Ο Στάθης Λιβαθινός στην παράσταση που παρουσιάζει στο θέατρο Ακροπόλ, διάβασε τον Ερωτόκριτο όχι σαν μια ρομαντική μυθιστορία, αλλά σαν έναν ύμνο στον έρωτα, τη ζώη και τη χαρά τής ζωής. Όπως λέει και ο ίδιος, "ο Ερωτόκριτος είναι η Αναγέννηση", η ζωή όπως θά έπρεπε να είναι και όχι όπως είναι...
Αμέσως μετά το τρίτο κουδούνι, οι ηθοποιοί της παράστασης, σαν ένα χαρούμενο μπουλούκι, στέκονται μπροστά από την βελούδινη αυλαία, παίζοντας στην κυριολεξία. Δημιουργούν μια σειρά από πανέμορφα ταμπλό βιβάν, ερωτοτροπούν, εναλλάσονται με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού στην "απαγγελία" των στίχων τού Κορνάρου, τραγουδούν υπό τη συνοδεία τής τζαζ ορχήστρας, χορεύουν. Η αρχική εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος ρόλος για κάθε ηθοποιό. Σαν σε μια ατελείωτη πρόβα, έναν συνεχή αυτοσχεδιασμό, ο ένας μετά τον άλλον παίρνουν το λόγο, ώσπου μέσα από το σύνολο "αναδύονται" ο πολύ καλός Γιώργος Χριστοδούλου και η εξαιρετική Νεφέλη Κουρή στους ρόλους του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας αντίστοιχα.
Η αυλαία σηκώνεται και μας εμφανίζει το κυρίαρχο σκηνικό στο οποίο θα παιχτεί το κυρίως δράμα, ένα καρουζέλ. Πέρα από τον προφανή συμβολισμό και την ευθεία παραπομπή στον πασίγνωστο αρχικό στίχο (και τίτλο αυτής της ανάρτησης) τού Ερωτόκριτου, το αγαπημένο παιδικό παιχνίδι είναι ακριβώς αυτό, ένα παιχνίδι. Όπως ο έρωτας, όπως η ζωή. Από εκεί και πέρα δεν χωρά αμφιβολία για τον δρόμο που παίρνει η παράσταση. Οι ηθοποιοί, σχεδόν αντιστικτικά προς τον δραματικό τόνο τού έργου, "ανεβάζουν στροφές" επιδιδόμενοι σε χορευτικές ασκήσεις ακριβείας με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή των κονταρομαχιών, όπου σε δυάδες δημιουργούν ένα σύμπλεγμα ανθρώπου και αλόγου.
Η συνέχεια επιφυλάσει για όλους μας μια έκπληξη. Αμέσως μετά τη φυλάκιση τής Αρετούσας, τον ρόλο παίρνει στα χέρια της η Μαρία Ναυπλιώτου και Ερωτόκριτος γίνεται ο Μελέτης Ηλίας. Οι δραματικός τόνος του έργου επανέρχεται και η σκηνή σχεδόν αδειάζει από τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Τώρα πια επικεντρωνόμαστε στο δράμα τής νεαρής αρχοντοπούλας και στον επικό θρίαμβο τού Ερωτόκριτου, ώσπου, αμέσως μετά την αποδοχή της ένωσης των δύο ερωτευμένων από τον βασιλιά Ηράκλη, ένα τρίτο ζευγάρι παίρνει τους δύο βασικούς ρόλους, ο Δημήτρης Ήμελλος και η Γιώτα Φέστα. Ο κύκλος πλέον έχει κλείσει. Από την παιχνιδιάρα Νεφέλη Κουρή, στην δραματική Ναυπλιώτου, στην ώριμη Φέστα και από τον παθιασμένο Χριστοδούλου, στον επικό Ηλία, στον ήρεμο Ήμελλο, ένα γαϊτανάκι δημιουργείται πάνω στο καρουζέλ, όπου οι έξι ηθοποιοί συνομιλούν σπάζοντας το φράγμα του χρόνου. Τέλος καλό όλα καλά, όπως λέει και ένας άλλος ποιητής.
Η παράσταση τελειώνει με τους ηθοποιούς παραταγμένους σε μια σειρά. Σχεδόν όπως ξεκίνησαν, με μια φωνή, παραλείπουν τους τελευταίους 26 στίχους και βρωντοφωνάζουν, αποκαλύπτοντας μας και το όραμα τού σκηνοθέτη για αυτήν την παράσταση.
Οι συντελεστές
Ο Λιβαθινός αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι, εκτός από ταλέντο έχει και όραμα. Ο συντονισμός των ηθοποιών, οι ανεπαίσθητες αλλαγές τους σε διαφορετικούς ρόλους είναι σκηνοθετικά επιτεύγματα, αλλά ο τρόπος που κλείνει την παράσταση του είναι αυτό που ξεχωρίζει τον καλό από τον άριστο. Για τρίτη συνεχόμενη φορά (μετά τον Θάνατο του Δαντόν και την Κάρμεν) με πείθει ότι όχι μόνο έχει στόχους, αλλά ξέρει και πως να τους πετυχαίνει.
Για να τα καταφέρει, βέβαια, χρειάζεται και άξιους συμπαραστάτες. Πρώτη και καλύτερη η Ζωή Χατζηαντωνίου, η οποία επιμελείται την κίνηση, καταφέρνει να δώσει στην παράσταση αυτόν τον παράφορο τόνο που χρειάζεται για να ξεπεραστούν τα όποια παρωχημένα στοιχεία τού έργου. Από το ενιαίο σύνολο των ηθοποιών, ξεχωρίζουν η Νεφέλη Κουρή (πρώτη Αρετούσα) με την παιχνιδιάρικη, σχεδόν παιδική, ερμηνεία της, η Μαρία Σαββίδου (παραμάνα), ο Μελέτης Ηλίας (δεύτερος Ερωτόκριτος) που απέδωσε με τη γνωστή θεατράλε ερμηνεία του τον επικολυρικό χαρακτήρα τού ρόλου του και ο Δημήτρης Ήμελλος (μέσα σε όλα και τρίτος Εωρτόκριτος), ο οποίος αν και δεν βοηθήθηκε από τη φωνή του ξεχειλίζει από ταλέντο. Εξαιρετική η μουσική τού Δημήτρη Μαραμή, βοήθησε στην απαλλαγή τού έργου από τα φολκλορικά βαρίδια του, και ακόμα πιο εξαιρετική η δουλειά τής Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και τα κουστούμια.
Εν κατακλείδι, μια υπέροχη θεατρική εμπειρία. Αν μπορεί κάποιος να δει μία και μόνο παράσταση φέτος, αυτή πρέπει να είναι η επιλογή του. Αρκεί να αφήσει στην πόρτα τής εισόδου, τη μιζέρια και τη σοβαροφάνεια που μας ακολουθεί στον καθημερινό μας βίο, να αφεθεί στην ομορφιά και τη χαρά τής ζωής και το τέλος τής τρίωρης (ξέρω, είναι πολύ) παράστασης θα τον βρει σαφώς πιο ανάλαφρο και χαρούμενο.
Ο Ερωτόκριτος τού Βιντσέντζου Κορνάρου, έργο γραμμένο το 1600 περίπου, θεωρείται (και είναι) το σημαντικότερο, μαζί με την Ερωφίλη τού Γεώργιου Χορτάτση, έργο τής Κρητικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από 10.000 στίχους (συν 12 που αποτελούν την υπογραφή τού ποιητή) σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και είναι γραμμένος εξ ολοκλήρου στην Κρητική διάλεκτο. Η υπόθεση του είναι, λίγο πολύ, γνωστή...
Ο δεκαοχτάχρονος γιος τού συμβούλου τού βασιλιά Ηράκλη τής Αθήνας ερωτεύεται την δεκατριάχρονη κόρη του Αρετούσα. Μετά από διάφορα δραματικά επεισόδια, και αφού ο Ερωτόκριτος φεύγει για την Χαλκίδα με σκοπό να την ξεχάσει, η Αρετούσα ανταποκρίνεται στον έρωτα του και το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά. Μετά από προτροπή τής Αρετούσας, ο Ερωτόκριτος στέλνει τον πατέρα του να ζητήσει το χέρι της, όμως ο βασιλιάς που προτιμά ένα συνοικέσιο με τον βασιλιά τού Βυζαντίου εξορίζει τον θρασύ νέο και φυλακίζει την Αρετούσα, η οποία αρνείται το συνοικέσιο (έχει ήδη αρραβωνιαστεί κρυφά τον Ερωτόκριτο).
Μετά από τρία χρόνια, και ενώ η Αθήνα πολιορκείται από τους Βλάχους, ο Ερωτόκριτος επιστρέφει καλυπτόμενος από μια μαγική μεταμφίεση. Σε μία από τις μάχες σώζει τη ζωή τού βασιλιά και αργότερα νικάει το πρωτοπαλίκαρο των Βλάχων, σώζωντας και την πόλη. Ο Ηράκλης, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, προσφέρει στον ηρωικό ξένο το χέρι τής κόρης του, η οποία (εφόσον δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει) αρνείται πεισματικά. Ο Ερωτόκριτος υποβάλλει την Αρετούσα σε διάφορες δοκιμασίες για να βεβαιωθεί για τον έρωτα της και στο τέλος λύνει τα μάγια και της φανερώνεται. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και ο Ερωτόκριτος γίνεται άρχοντας της Αθήνας, ο πρώτος των πρώτων όπως μας πληροφορεί ο Κορνάρος.
Η παράσταση
Ο Στάθης Λιβαθινός στην παράσταση που παρουσιάζει στο θέατρο Ακροπόλ, διάβασε τον Ερωτόκριτο όχι σαν μια ρομαντική μυθιστορία, αλλά σαν έναν ύμνο στον έρωτα, τη ζώη και τη χαρά τής ζωής. Όπως λέει και ο ίδιος, "ο Ερωτόκριτος είναι η Αναγέννηση", η ζωή όπως θά έπρεπε να είναι και όχι όπως είναι...
Αμέσως μετά το τρίτο κουδούνι, οι ηθοποιοί της παράστασης, σαν ένα χαρούμενο μπουλούκι, στέκονται μπροστά από την βελούδινη αυλαία, παίζοντας στην κυριολεξία. Δημιουργούν μια σειρά από πανέμορφα ταμπλό βιβάν, ερωτοτροπούν, εναλλάσονται με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού στην "απαγγελία" των στίχων τού Κορνάρου, τραγουδούν υπό τη συνοδεία τής τζαζ ορχήστρας, χορεύουν. Η αρχική εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος ρόλος για κάθε ηθοποιό. Σαν σε μια ατελείωτη πρόβα, έναν συνεχή αυτοσχεδιασμό, ο ένας μετά τον άλλον παίρνουν το λόγο, ώσπου μέσα από το σύνολο "αναδύονται" ο πολύ καλός Γιώργος Χριστοδούλου και η εξαιρετική Νεφέλη Κουρή στους ρόλους του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας αντίστοιχα.
Η αυλαία σηκώνεται και μας εμφανίζει το κυρίαρχο σκηνικό στο οποίο θα παιχτεί το κυρίως δράμα, ένα καρουζέλ. Πέρα από τον προφανή συμβολισμό και την ευθεία παραπομπή στον πασίγνωστο αρχικό στίχο (και τίτλο αυτής της ανάρτησης) τού Ερωτόκριτου, το αγαπημένο παιδικό παιχνίδι είναι ακριβώς αυτό, ένα παιχνίδι. Όπως ο έρωτας, όπως η ζωή. Από εκεί και πέρα δεν χωρά αμφιβολία για τον δρόμο που παίρνει η παράσταση. Οι ηθοποιοί, σχεδόν αντιστικτικά προς τον δραματικό τόνο τού έργου, "ανεβάζουν στροφές" επιδιδόμενοι σε χορευτικές ασκήσεις ακριβείας με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή των κονταρομαχιών, όπου σε δυάδες δημιουργούν ένα σύμπλεγμα ανθρώπου και αλόγου.
Η συνέχεια επιφυλάσει για όλους μας μια έκπληξη. Αμέσως μετά τη φυλάκιση τής Αρετούσας, τον ρόλο παίρνει στα χέρια της η Μαρία Ναυπλιώτου και Ερωτόκριτος γίνεται ο Μελέτης Ηλίας. Οι δραματικός τόνος του έργου επανέρχεται και η σκηνή σχεδόν αδειάζει από τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Τώρα πια επικεντρωνόμαστε στο δράμα τής νεαρής αρχοντοπούλας και στον επικό θρίαμβο τού Ερωτόκριτου, ώσπου, αμέσως μετά την αποδοχή της ένωσης των δύο ερωτευμένων από τον βασιλιά Ηράκλη, ένα τρίτο ζευγάρι παίρνει τους δύο βασικούς ρόλους, ο Δημήτρης Ήμελλος και η Γιώτα Φέστα. Ο κύκλος πλέον έχει κλείσει. Από την παιχνιδιάρα Νεφέλη Κουρή, στην δραματική Ναυπλιώτου, στην ώριμη Φέστα και από τον παθιασμένο Χριστοδούλου, στον επικό Ηλία, στον ήρεμο Ήμελλο, ένα γαϊτανάκι δημιουργείται πάνω στο καρουζέλ, όπου οι έξι ηθοποιοί συνομιλούν σπάζοντας το φράγμα του χρόνου. Τέλος καλό όλα καλά, όπως λέει και ένας άλλος ποιητής.
Η παράσταση τελειώνει με τους ηθοποιούς παραταγμένους σε μια σειρά. Σχεδόν όπως ξεκίνησαν, με μια φωνή, παραλείπουν τους τελευταίους 26 στίχους και βρωντοφωνάζουν, αποκαλύπτοντας μας και το όραμα τού σκηνοθέτη για αυτήν την παράσταση.
"Και κάθε εις που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει,
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ΟΛΠΙΔΑ ας έχει."
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ΟΛΠΙΔΑ ας έχει."
Οι συντελεστές
Ο Λιβαθινός αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι, εκτός από ταλέντο έχει και όραμα. Ο συντονισμός των ηθοποιών, οι ανεπαίσθητες αλλαγές τους σε διαφορετικούς ρόλους είναι σκηνοθετικά επιτεύγματα, αλλά ο τρόπος που κλείνει την παράσταση του είναι αυτό που ξεχωρίζει τον καλό από τον άριστο. Για τρίτη συνεχόμενη φορά (μετά τον Θάνατο του Δαντόν και την Κάρμεν) με πείθει ότι όχι μόνο έχει στόχους, αλλά ξέρει και πως να τους πετυχαίνει.
Για να τα καταφέρει, βέβαια, χρειάζεται και άξιους συμπαραστάτες. Πρώτη και καλύτερη η Ζωή Χατζηαντωνίου, η οποία επιμελείται την κίνηση, καταφέρνει να δώσει στην παράσταση αυτόν τον παράφορο τόνο που χρειάζεται για να ξεπεραστούν τα όποια παρωχημένα στοιχεία τού έργου. Από το ενιαίο σύνολο των ηθοποιών, ξεχωρίζουν η Νεφέλη Κουρή (πρώτη Αρετούσα) με την παιχνιδιάρικη, σχεδόν παιδική, ερμηνεία της, η Μαρία Σαββίδου (παραμάνα), ο Μελέτης Ηλίας (δεύτερος Ερωτόκριτος) που απέδωσε με τη γνωστή θεατράλε ερμηνεία του τον επικολυρικό χαρακτήρα τού ρόλου του και ο Δημήτρης Ήμελλος (μέσα σε όλα και τρίτος Εωρτόκριτος), ο οποίος αν και δεν βοηθήθηκε από τη φωνή του ξεχειλίζει από ταλέντο. Εξαιρετική η μουσική τού Δημήτρη Μαραμή, βοήθησε στην απαλλαγή τού έργου από τα φολκλορικά βαρίδια του, και ακόμα πιο εξαιρετική η δουλειά τής Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και τα κουστούμια.
Εν κατακλείδι, μια υπέροχη θεατρική εμπειρία. Αν μπορεί κάποιος να δει μία και μόνο παράσταση φέτος, αυτή πρέπει να είναι η επιλογή του. Αρκεί να αφήσει στην πόρτα τής εισόδου, τη μιζέρια και τη σοβαροφάνεια που μας ακολουθεί στον καθημερινό μας βίο, να αφεθεί στην ομορφιά και τη χαρά τής ζωής και το τέλος τής τρίωρης (ξέρω, είναι πολύ) παράστασης θα τον βρει σαφώς πιο ανάλαφρο και χαρούμενο.
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011
Γαμημένη Ελεύθερη Οικονομία...
Ο Αμερικανικός Βούβαλος είναι ένα από τα παλαιότερα σύμβολα τής Αμερικής. Έχει δανείσει το όνομα του σε έναν από τους πιο γνωστούς ήρωες της, τον Buffalo Bill, αλλά και σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της, το... Buffalo. Η μορφή του έχει στολίσει τις σημαίες Αμερικανικών Πολιτειών, Πανεπιστημίων και νομισμάτων. Ένα από αυτά, η ασημένια πεντάρα του 1913, είναι το mcguffin αλλά και το αντικείμενο τού πόθου στο ομώνυμο θεατρικό τού David Mamet που παρουσιάζεται στο Θέατρο Πορεία, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου.
Αυτήν την ασημένια πεντάρα ο Ντον, ιδιοκτήτης παλιατζίδικου και απατεωνίσκος, πουλάει σε έναν συλλέκτη νομισμάτων προς 90 δολάρια. Όμως είναι σίγουρος ότι η "πραγματική" αξία τού νομίσματος του είναι η πενταπλάσια και αυτό τον τρελαίνει. Ο συλλέκτης τον κορόιδεψε, ουσιαστικά τον έκλεψε και πρέπει να τον εκδικηθεί. Αρχίζει να τον παρακολουθεί με σκοπό να τον ληστέψει την κατάλληλη στιγμή που εκείνος θα λείπει από το σπίτι. Την παρακολούθηση (του συλλέκτη) και την εκτέλεση τής ληστείας έχει αναλάβει ο Μπόμπι, πιστό και αφοσιωμένο "παιδί για όλες τις δουλειές" στο μαγαζί τού Ντον. Το καλοκάγαθο πρεζάκι, όμως, δεν είναι φτιαγμένο γι'αυτές τις δουλειές. Αυτό τονίζει ο Δάσκαλος, τρίτος πόλος τής σχηματιζόμενης "συμμορίας", στον Ντον προσπαθώντας να πάρει κι αυτός ένα κομμάτι από την προσδοκώμενη λεία. "Καλή η αφοσίωση, δε λέω, αλλά οι δουλειές είναι δουλειές" επιμένει και από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει ένα παιχνίδι σχεδίων, προστριβών και υπαναχωρήσεων.
Η ληστεία θα αποτύχει ή μάλλον δεν θα γίνει ποτέ και αυτό το γνωρίζουμε από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Το καταλαβαίνουμε από την έλλειψη επικοινωνίας και εμπιστοσύνης των ηρώων, την αδυναμία τους να εκφράσουν και τις πιο απλές σκέψεις και τα ανόητα σχέδια που εκπονούν καθόλη τη διάρκεια τού έργου. Το τέλος θα τους βρει όλους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο ίδιο ή και σε χειρότερο σημείο από αυτό που ξεκίνησαν.
Ήδη από τον τίτλο τού, γραμμένου το 1975, έργου του Mamet, αλλά και από την πληροφορία τού πολλαπλασιασμού τής τιμής μιας ταπεινής πεντάρας, καταλαβαίνουμε τον καταγγελόμενο στόχο τού συγγραφέα. Το χρήμα, η ελεύθερη διακίνηση του, ο νόμος τής προσφοράς και τής ζήτησης, το επιχειρείν, η ελεύθερη αγορά, με λίγα λόγια, είναι η πηγή τού κακού. Όπως, προγενέστερα, στο "Κίβδηλο Νόμισμα" τού Leo Tolstoy ένα παραχαραγμένο νόμισμα προκαλεί την εισχώρηση τού "κακού" στην κοινωνία, έτσι και εδώ ένα νόμισμα με "κίβδηλη" αξία προκαλεί την αναταραχή στον μικρόκοσμο των τριών κακοποιών. Όμως, σε αντίθεση με την "αγνή" κοινωνία τού 19ου αιώνα, η κοινωνία του 1975 (αλλά και η σημερινή) είναι ήδη διαβρωμένη από την καπιταλιστική ηθική, η οποία υποβαθμίζει την αξία των μέσων και προτάσσει την αξία του σκοπού, ο οποίος δεν είναι άλλος από την επιτυχία και την ιδιοκτησία, τους δύο βασικούς πυλώνες τού Αμερικανικού Ονείρου. Η εμμονή τού Ντον στην επανάκτηση τού Αμερικανικού Βούβαλου ΤΟΥ, είναι στην ουσία ή εμμονή του στην κατάκτηση αυτού του ονείρου. Του ονείρου για μια ζωή με πλούτη, ωραία σπίτια, κομψά κοστούμια και "γκομενίτσες με ωραία κωλαράκια", σαν αυτή που ζει ο συλλέκτης που του "έκλεψε" το νόμισμα.
Στη συνέχεια τού έργου ο Mamet δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Σε ένα από τα πολλά λογύδρια του ο Δάσκαλος παραφράζοντας την Διακήρυξη τής Αμερικανικής Ανεξαρτησίας βροντοφωνάζει "Ελεύθερη Οικονομία είναι η ελευθερία του ατόμου να προβεί σε όποια γαμημένη επιχείρηση θεωρεί ο ίδιος κατάλληλη..." και καταλήγει, "... η χώρα μας δημιουργήθηκε πάνω σε αυτήν, το ξέρεις Ντον. Άλλωστε, χωρίς αυτήν τι είμαστε; Ψωλομούρηδες κανίβαλοι στη ζούγκλα είμαστε...". Μέσα σε μερικές προτάσεις ο κυνικός Δάσκαλος τοποθετεί την Ελεύθερη Οικονομία ανάμεσα στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου δίπλα στο δικαίωμα στη Ζωή και την Ελευθερία. Το κυνήγι του Αμερικανικού Ονείρου δικαιολογεί την όποια εγκληματική πράξη αποσκοπεί στο κέρδος, ή μάλλον μετατρέπει την όποια εγκληματική πράξη αποσκοπεί στο κέρδος σε "επιχείρηση". Από το σημείο αυτό κι έπειτα, η ληστεία αναφέρεται μοναχά ως "επιχείρηση" (σοφή η μεταφραστική επιλογή αυτής της λέξης, αντί για την πιο απλή "δουλειά", από τον Τάρλοου), κάθε σχεδιασμός γίνεται με γνώμωνα το καλό τής "επιχείρησης" και την βελτιστοποίηση των κερδών τής "επιχείρησης". Οι δύο απατεώνες (ο Μπόμπι έχει σχεδόν εξ αρχής αποσυρθεί) αισθάνονται ότι έχουν κάθε ηθικό δικαίωμα στη διάπραξη τής ληστείας. Ακόμα και η αστυνομία (θεσμοθετημένο όργανο για τη διαφύλαξη τής νομιμότητας) εμφανίζεται στο έργο απλώς να "στρίβει στη γωνία".
Πώς καταλήγει τότε έτσι άδοξα αυτή η επιχείρηση; Ο συγγραφέας επιλέγει την εκ των έσω αποσύνθεση τής ομάδας. Σε μόνιμη αντιδιαστολή με την έννοια τής επιχειρηματικότητας βρίσκεται η έννοια τής φιλίας και της αφοσίωσης. Στην εναρκτήρια σκηνή ο Ντον κατσαδιάζει τον Μπόμπι επειδή έχασε τον στόχο του και προτίμησε να γυρίσει στο παλιατζίδικο. Η αφοσίωση στην επιχείρηση είναι σημαντικότερη από την αφοσίωση στον άνθρωπο. Ο Μπόμπι, αμέτοχος τού Ονείρου, αλλά και αδιάφορος προς αυτό, το μόνο που ζητά είναι η επιβεβαίωση από την πατρική φιγούρα τού Ντον. Ο εξοστρακισμός του από τη συμμορία δεν τον ενοχλεί επειδή θα χάσει τα χρήματα, αλλά επειδή θα χάσει την θέση τού "εκ δεξιών" του Ντον. Μια υπόγεια μάχη μαίνεται ανάμεσα σε αυτόν και τον Δάσκαλο γι'αυτή τη θέση και, όταν τα πράγματα φτάνουν σε οριακό (για την επιχείρηση) σημείο, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα τού Μπόμπι να αφοσιωθεί στους σκοπούς τής επιχείρησης, παρά την απόλυτη αφοσίωση του στον Ντον, θα αποβεί μοιραία για όλους. Το τέλος τού έργου βρίσκει τους τρεις πρωταγωνιστές, την "επιχείρηση" και το παλιατζίδικο τού Ντον διαλυμένα, όμως σε μια "ρομαντική" έκλαμψη τού συγγραφέα αχνοφαίνεται η ελπίδα για τη διατήρηση τής φιλίας και της αφοσίωσης μεταξύ των ανθρώπων.
Η παράσταση
Ο Δημήτρης Τάρλοου επέλεξε να ανεβάσει το έργο σε μια εποχή που μοιάζει να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ και έτσι ακριβώς το αντιμετώπισε κερδίζοντας ένα διπλό, και πολύ δύσκολο, στοίχημα. Τη μεταφορά τής δράσης από την Αμερική τού 1975 στην Ελλάδα τού 2011, χωρίς να χρειαστεί να αλλοιώσει το κείμενο (κάτι που θα ήταν απαράδεκτο).
Αρχικά, δημιούργησε ένα ανοιχτό και κατάφωτο σκηνικό δημιουργώντας μια απολύτως ρεαλιστική εικόνα τού παλιατζίδικου τού Ντον. Ως υπογράμμιση σε αυτόν τον ρεαλισμό, βλέπουμε στη σκηνή ένα κλουβί με έναν ζωντανό παπαγάλο, οι ηθοποιοί πίνουν κανονικό καφέ και τρώνε κανονικές τυρόπιτες και πίτσες, ακόμα και το τηλέφωνο είναι κανονικά συνδεδεμένο στο καλώδιο του. Στο ίδιο κλίμα και τα κοστούμια των ηθοποιών, που έχουν μεν μια ρετρό αισθητική, αλλά είναι ρούχα που θα μπορούσες να δεις άνετα στο δρόμο και σήμερα (αν και αυτός που θα τα φορούσε θα ήταν μάλλον κακοντυμένος).
Επίσης, επέλεξε να μεταφράσει το έργο διατηρώντας σε όλο της το μεγαλείο την ομοβροντία βωμολοχιών που εξακοντίζονται από το στόμα, κυρίως, του Δασκάλου, πηγαίνοντας, ίσως, ένα βήμα παραπέρα εφευρίσκοντας μια μεγαλύτερη ποικιλία πιο ευφάνταστων και πιο "Ελληνικών" λέξεων και εκφράσεων.
Σε αυτή την προσπάθεια βρήκε άξιους συμπαραστάτες του τους τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς του. Παίζοντας μερικές κλίμακες πάνω από το κανονικό και με έναν αξιοζήλευτο έλεγχο των εκφραστικών τους μέσων, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο Γιώργος Γάλλος και ο Παναγιώτης Καλαντζής έδωσαν με ακρίβεια το ψυχογράφημα των ρόλων τους δίνοντας παράλληλα την εικόνα μιας παρέας σε κάποιο υπόγειο τού Μεταξουργείου ή κάποιας άλλης κακόφημης γειτονιάς.
Οι επιλογές αυτές, δεν ήρθαν, όπως ήταν φυσικό, χωρίς να δημιουργήσουν κάποια μικροπροβλήματα. Το ανοιχτό σκηνικό αφαίρεσε την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα τού έργου, αφαιρώντας μαζί της και ένα κομμάτι από τη γοητεία του και οι φωνακλάδικες ερμηνείες σε συνδυασμό με τις ευφάνταστες βωμολοχίες έδωσαν έναν κωμικό τόνο, που σαφέστατα υπάρχει, αλλά όχι τόσο υπερτονισμένος. Μικρές ατέλειες που αν δεν υπήρχαν θα μιλούσαμε για μια αριστουργηματική παράσταση ενός αριστουργηματικού έργου.
Αυτήν την ασημένια πεντάρα ο Ντον, ιδιοκτήτης παλιατζίδικου και απατεωνίσκος, πουλάει σε έναν συλλέκτη νομισμάτων προς 90 δολάρια. Όμως είναι σίγουρος ότι η "πραγματική" αξία τού νομίσματος του είναι η πενταπλάσια και αυτό τον τρελαίνει. Ο συλλέκτης τον κορόιδεψε, ουσιαστικά τον έκλεψε και πρέπει να τον εκδικηθεί. Αρχίζει να τον παρακολουθεί με σκοπό να τον ληστέψει την κατάλληλη στιγμή που εκείνος θα λείπει από το σπίτι. Την παρακολούθηση (του συλλέκτη) και την εκτέλεση τής ληστείας έχει αναλάβει ο Μπόμπι, πιστό και αφοσιωμένο "παιδί για όλες τις δουλειές" στο μαγαζί τού Ντον. Το καλοκάγαθο πρεζάκι, όμως, δεν είναι φτιαγμένο γι'αυτές τις δουλειές. Αυτό τονίζει ο Δάσκαλος, τρίτος πόλος τής σχηματιζόμενης "συμμορίας", στον Ντον προσπαθώντας να πάρει κι αυτός ένα κομμάτι από την προσδοκώμενη λεία. "Καλή η αφοσίωση, δε λέω, αλλά οι δουλειές είναι δουλειές" επιμένει και από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει ένα παιχνίδι σχεδίων, προστριβών και υπαναχωρήσεων.
Η ληστεία θα αποτύχει ή μάλλον δεν θα γίνει ποτέ και αυτό το γνωρίζουμε από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Το καταλαβαίνουμε από την έλλειψη επικοινωνίας και εμπιστοσύνης των ηρώων, την αδυναμία τους να εκφράσουν και τις πιο απλές σκέψεις και τα ανόητα σχέδια που εκπονούν καθόλη τη διάρκεια τού έργου. Το τέλος θα τους βρει όλους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο ίδιο ή και σε χειρότερο σημείο από αυτό που ξεκίνησαν.
Ήδη από τον τίτλο τού, γραμμένου το 1975, έργου του Mamet, αλλά και από την πληροφορία τού πολλαπλασιασμού τής τιμής μιας ταπεινής πεντάρας, καταλαβαίνουμε τον καταγγελόμενο στόχο τού συγγραφέα. Το χρήμα, η ελεύθερη διακίνηση του, ο νόμος τής προσφοράς και τής ζήτησης, το επιχειρείν, η ελεύθερη αγορά, με λίγα λόγια, είναι η πηγή τού κακού. Όπως, προγενέστερα, στο "Κίβδηλο Νόμισμα" τού Leo Tolstoy ένα παραχαραγμένο νόμισμα προκαλεί την εισχώρηση τού "κακού" στην κοινωνία, έτσι και εδώ ένα νόμισμα με "κίβδηλη" αξία προκαλεί την αναταραχή στον μικρόκοσμο των τριών κακοποιών. Όμως, σε αντίθεση με την "αγνή" κοινωνία τού 19ου αιώνα, η κοινωνία του 1975 (αλλά και η σημερινή) είναι ήδη διαβρωμένη από την καπιταλιστική ηθική, η οποία υποβαθμίζει την αξία των μέσων και προτάσσει την αξία του σκοπού, ο οποίος δεν είναι άλλος από την επιτυχία και την ιδιοκτησία, τους δύο βασικούς πυλώνες τού Αμερικανικού Ονείρου. Η εμμονή τού Ντον στην επανάκτηση τού Αμερικανικού Βούβαλου ΤΟΥ, είναι στην ουσία ή εμμονή του στην κατάκτηση αυτού του ονείρου. Του ονείρου για μια ζωή με πλούτη, ωραία σπίτια, κομψά κοστούμια και "γκομενίτσες με ωραία κωλαράκια", σαν αυτή που ζει ο συλλέκτης που του "έκλεψε" το νόμισμα.
Στη συνέχεια τού έργου ο Mamet δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Σε ένα από τα πολλά λογύδρια του ο Δάσκαλος παραφράζοντας την Διακήρυξη τής Αμερικανικής Ανεξαρτησίας βροντοφωνάζει "Ελεύθερη Οικονομία είναι η ελευθερία του ατόμου να προβεί σε όποια γαμημένη επιχείρηση θεωρεί ο ίδιος κατάλληλη..." και καταλήγει, "... η χώρα μας δημιουργήθηκε πάνω σε αυτήν, το ξέρεις Ντον. Άλλωστε, χωρίς αυτήν τι είμαστε; Ψωλομούρηδες κανίβαλοι στη ζούγκλα είμαστε...". Μέσα σε μερικές προτάσεις ο κυνικός Δάσκαλος τοποθετεί την Ελεύθερη Οικονομία ανάμεσα στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου δίπλα στο δικαίωμα στη Ζωή και την Ελευθερία. Το κυνήγι του Αμερικανικού Ονείρου δικαιολογεί την όποια εγκληματική πράξη αποσκοπεί στο κέρδος, ή μάλλον μετατρέπει την όποια εγκληματική πράξη αποσκοπεί στο κέρδος σε "επιχείρηση". Από το σημείο αυτό κι έπειτα, η ληστεία αναφέρεται μοναχά ως "επιχείρηση" (σοφή η μεταφραστική επιλογή αυτής της λέξης, αντί για την πιο απλή "δουλειά", από τον Τάρλοου), κάθε σχεδιασμός γίνεται με γνώμωνα το καλό τής "επιχείρησης" και την βελτιστοποίηση των κερδών τής "επιχείρησης". Οι δύο απατεώνες (ο Μπόμπι έχει σχεδόν εξ αρχής αποσυρθεί) αισθάνονται ότι έχουν κάθε ηθικό δικαίωμα στη διάπραξη τής ληστείας. Ακόμα και η αστυνομία (θεσμοθετημένο όργανο για τη διαφύλαξη τής νομιμότητας) εμφανίζεται στο έργο απλώς να "στρίβει στη γωνία".
Πώς καταλήγει τότε έτσι άδοξα αυτή η επιχείρηση; Ο συγγραφέας επιλέγει την εκ των έσω αποσύνθεση τής ομάδας. Σε μόνιμη αντιδιαστολή με την έννοια τής επιχειρηματικότητας βρίσκεται η έννοια τής φιλίας και της αφοσίωσης. Στην εναρκτήρια σκηνή ο Ντον κατσαδιάζει τον Μπόμπι επειδή έχασε τον στόχο του και προτίμησε να γυρίσει στο παλιατζίδικο. Η αφοσίωση στην επιχείρηση είναι σημαντικότερη από την αφοσίωση στον άνθρωπο. Ο Μπόμπι, αμέτοχος τού Ονείρου, αλλά και αδιάφορος προς αυτό, το μόνο που ζητά είναι η επιβεβαίωση από την πατρική φιγούρα τού Ντον. Ο εξοστρακισμός του από τη συμμορία δεν τον ενοχλεί επειδή θα χάσει τα χρήματα, αλλά επειδή θα χάσει την θέση τού "εκ δεξιών" του Ντον. Μια υπόγεια μάχη μαίνεται ανάμεσα σε αυτόν και τον Δάσκαλο γι'αυτή τη θέση και, όταν τα πράγματα φτάνουν σε οριακό (για την επιχείρηση) σημείο, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα τού Μπόμπι να αφοσιωθεί στους σκοπούς τής επιχείρησης, παρά την απόλυτη αφοσίωση του στον Ντον, θα αποβεί μοιραία για όλους. Το τέλος τού έργου βρίσκει τους τρεις πρωταγωνιστές, την "επιχείρηση" και το παλιατζίδικο τού Ντον διαλυμένα, όμως σε μια "ρομαντική" έκλαμψη τού συγγραφέα αχνοφαίνεται η ελπίδα για τη διατήρηση τής φιλίας και της αφοσίωσης μεταξύ των ανθρώπων.
Η παράσταση
Ο Δημήτρης Τάρλοου επέλεξε να ανεβάσει το έργο σε μια εποχή που μοιάζει να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ και έτσι ακριβώς το αντιμετώπισε κερδίζοντας ένα διπλό, και πολύ δύσκολο, στοίχημα. Τη μεταφορά τής δράσης από την Αμερική τού 1975 στην Ελλάδα τού 2011, χωρίς να χρειαστεί να αλλοιώσει το κείμενο (κάτι που θα ήταν απαράδεκτο).
Αρχικά, δημιούργησε ένα ανοιχτό και κατάφωτο σκηνικό δημιουργώντας μια απολύτως ρεαλιστική εικόνα τού παλιατζίδικου τού Ντον. Ως υπογράμμιση σε αυτόν τον ρεαλισμό, βλέπουμε στη σκηνή ένα κλουβί με έναν ζωντανό παπαγάλο, οι ηθοποιοί πίνουν κανονικό καφέ και τρώνε κανονικές τυρόπιτες και πίτσες, ακόμα και το τηλέφωνο είναι κανονικά συνδεδεμένο στο καλώδιο του. Στο ίδιο κλίμα και τα κοστούμια των ηθοποιών, που έχουν μεν μια ρετρό αισθητική, αλλά είναι ρούχα που θα μπορούσες να δεις άνετα στο δρόμο και σήμερα (αν και αυτός που θα τα φορούσε θα ήταν μάλλον κακοντυμένος).
Επίσης, επέλεξε να μεταφράσει το έργο διατηρώντας σε όλο της το μεγαλείο την ομοβροντία βωμολοχιών που εξακοντίζονται από το στόμα, κυρίως, του Δασκάλου, πηγαίνοντας, ίσως, ένα βήμα παραπέρα εφευρίσκοντας μια μεγαλύτερη ποικιλία πιο ευφάνταστων και πιο "Ελληνικών" λέξεων και εκφράσεων.
Σε αυτή την προσπάθεια βρήκε άξιους συμπαραστάτες του τους τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς του. Παίζοντας μερικές κλίμακες πάνω από το κανονικό και με έναν αξιοζήλευτο έλεγχο των εκφραστικών τους μέσων, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο Γιώργος Γάλλος και ο Παναγιώτης Καλαντζής έδωσαν με ακρίβεια το ψυχογράφημα των ρόλων τους δίνοντας παράλληλα την εικόνα μιας παρέας σε κάποιο υπόγειο τού Μεταξουργείου ή κάποιας άλλης κακόφημης γειτονιάς.
Οι επιλογές αυτές, δεν ήρθαν, όπως ήταν φυσικό, χωρίς να δημιουργήσουν κάποια μικροπροβλήματα. Το ανοιχτό σκηνικό αφαίρεσε την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα τού έργου, αφαιρώντας μαζί της και ένα κομμάτι από τη γοητεία του και οι φωνακλάδικες ερμηνείες σε συνδυασμό με τις ευφάνταστες βωμολοχίες έδωσαν έναν κωμικό τόνο, που σαφέστατα υπάρχει, αλλά όχι τόσο υπερτονισμένος. Μικρές ατέλειες που αν δεν υπήρχαν θα μιλούσαμε για μια αριστουργηματική παράσταση ενός αριστουργηματικού έργου.
Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010
Σκοτάδι στην Επίδαυρο
Τι κάνει μια θεατρική παράσταση επιτυχημένη; Να μια καλή ερώτηση με δύσκολες απαντήσεις. Προσοχή, δεν ρωτάω τι κάνει μια θεατρική παράσταση καλή ή εμπορικά επιτυχημένη. Όταν μιλάω για επιτυχημένη παράσταση, εννοώ μια παράσταση η οποία δείχνει σεβασμό στο κείμενο, στο κοινό, αλλά, πάνω απ’όλα καταφέρνει να μεταφέρει το “όραμα” του σκηνοθέτη αυτούσιο στον υποψιασμένο θεατή.
Χωρίς να έχω εντρυφήσει στο ζήτημα, μπορώ να φέρω στο μυαλό μου πολλές παραμέτρους οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιηθούν για να υπάρξει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Η απόδοση του κειμένου, η διδασκαλία των ηθοποιών, η χρήση του σκηνικού χώρου, η χρήση οπτικοακουστικών τεχνασμάτων για την ισχυρότερη εντύπωση του μηνύματος ή της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων και, φυσικά, η σκηνική τοποθέτηση των ηθοποιών.
Η παράσταση του Οθέλλου που ανέβηκε από την βερολινέζικη Schaubuhne, σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάγιερ, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ήταν, σχεδόν, επιτυχημένη. Και λέω σχεδόν γιατί κάποια από τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Ο Οστερμάγιερ δεν διάβασε το σαιξπηρικό δράμα ως μια τραγωδία αντιθέσεων (μαύρο-άσπρο, καλό-κακό, αρσενικό-θηλυκό κλπ). Μπορώ να πω ότι δεν το διάβασε καν ως τραγωδία, και αυτό είναι το πρώτο από τα στοιχήματα που κέρδισε. Σε ένα σκηνικό όπου κυριαρχεί το νερό (μαύρο ή σκοτεινό, διαλέγεις και παίρνεις) όλοι οι ήρωες στέκονται ίσοι, σχεδόν μονίμως πάνω στη σκηνή, με μόνο διαχωρισμό τους τους τίτλους που τους απονέμονται. Ο Οθέλλος, πιο λευκός κι από την Δυσδαιμόνα, βάφεται μαύρος στην αριστουργηματική αρχική σκηνή, ντυμένη με μια, οριακά, τελετουργική μουσική, στην οποία παρακολουθούμε, χωρίς ίχνος προκλητικότητας, το σκανδαλώδες ζεύγος να ολοκληρώνει την πρώτη νύχτα του γάμου. Όταν επανεμφανιστεί θα είναι πάλι λευκός, ντυμένος στην επίσης λευκή ναυτική στολή του.
Ο Ιάγος, ντυμένος κι αυτός στα λευκά, κινείται αποκλειστικά και μόνο στο φως. Η γνωστή σκοτεινή φιγούρα του απόλυτου κακού δεν έχει καμμιά θέση σε μια απογυμνωμένη από μανιχαϊστικά στοιχεία παράσταση. Ένας βαθειά πληγωμένος άνθρωπος είναι ο Ιάγος και τίποτα παραπάνω. Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του δεν είναι μόνο η θέση του υπασπιστή, η οποία στο μυαλό του δικαιωματικά του ανήκει, αλλά και μια θέση στην καρδιά του ατρόμητου μαυριτανού στρατηγού. Γι’αυτό δεν σταματάει τις δολοπλοκίες του όταν ο πρώτος στόχος έχει πια επιτευχθεί. Η ολοκλήρωση του σχεδίου του απαιτεί και την εξόντωση της αγνής και προκλητικής αγάπης του πρωταγωνιστικού ζευγαριού.
Αν υπάρχει μια “ύβρις” στο έργο, αυτή είναι ο έρωτας. Όχι ο έρωτας των ποιητών και των εφηβικών όρκων, αλλά ο βίαιος, σαρκικός έρωτας. Ο ασίγαστος πόθος και το αβάσταχτο πάθος. Από την πρώτη ερωτική συνεύρεση των δύο εραστών ως την, σαν βίαιη ερωτική σκηνή, τελευταία και φονική, τα πάντα διαχέονται από έναν, σχεδόν, ωμό ερωτισμό. Οι γυναίκες φοράνε προκλητικά ρούχα και κάθονται με τα πόδια ανοιχτά, οι άντρες είναι οριακά αμφισεξουαλικοί, κάποιοι από τους διαλόγους συμπληρώνονται από ερωτική προσομοίωση, η γιορτή για την αποβίβαση στην Κύπρο υπονοείται ότι καταλήγει σε ένα μεγάλο όργιο, η ίδια η Κύπρος, μέσω των προβαλλόμενων στο video wall εικόνων, συνδέεται με το Las Vegas και όλα αυτά υπό τους ήχους μιας “παγανιστικής” αφρο-βαλκανικής τζαζ μουσικής (εκπληκτική δουλειά από τους The Polydelic Souls, όποιος ξέρει κάτι παραπάνω ας μου πει κι εμένα).
Συμπαραστάτες του σκηνοθέτη τους, οι ηθοποιοί της παράστασης, έδωσαν ένα πραγματικό ρεσιτάλ. Ένα πραγματικά δεμένο σύνολο χαρισματικών ανθρώπων (ξεχώρισε λόγω και του ρόλου του ο Στέφαν Στερν ως Ιάγος) έπαιξαν με τους ρόλους τους, αλλά και με το κοινό. Άλλο ένα κερδισμένο στοίχημα. Η υποκριτική έδωσε τη θέση της στο παιχνίδι. Χωρίς ευκολίες και χωρίς να εκχυδαΐσουν το κείμενο απάλλαξαν την παράσταση από το βάρος των γνωστών τραγικών ερμηνειών και απέδωσαν τέλεια την ελαφρότητα του παιχνιδιού ανάμεσα στους ήρωες αλλά και, ίσως κυρίως και, ανάμεσα σε αυτούς και το κοινό.
Κάπου εδώ, όμως, έρχεται ο αρχικός προβληματισμός. Εξαιρετική η παράσταση, σίγουρα, και, ίσως, μια από τις καλύτερες που έχω δει στη ζωή μου, όμως έπρεπε να παιχτεί στην Επίδαυρο; Δεν αναφέρομαι στην ιερότητα του χώρου, μακριά από μένα τέτοιες αηδίες, αλλά στην οικονομία του χώρου. Ο γερμανός σκηνοθέτης, είτε από επιλογή είτε επειδή είναι έξω από την κουλτούρα του, αγνόησε τις παραμέτρους που ορίζει το ανοιχτό θέατρο και έστησε μια παράσταση κλειστού χώρου. Είναι γνωστό ότι ο Τσέχωφ έγραφε τα έργα του έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Ο Οστερμάγιερ δεν “μετέφρασε” το έργο του Σαίξπηρ έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή του θεάτρου της Επιδαύρου. Το εικαστικό αποτέλεσμα ήταν άψογο, αλλά αν εξαιρέσεις το τελευταίο μισάωρο που εκτυλίχτηκε στο ημίφως, η σκηνή ήταν αμέτοχη της παράστασης.
Εν κατακλείδι, υπέροχη παράσταση, όμως ευελπιστώ ότι θα μπορέσω να ταξιδέψω στο Βερολίνο αυτόν τον Νοέμβρη, ούτως ώστε να την δω όπως πρέπει.
Χωρίς να έχω εντρυφήσει στο ζήτημα, μπορώ να φέρω στο μυαλό μου πολλές παραμέτρους οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιηθούν για να υπάρξει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Η απόδοση του κειμένου, η διδασκαλία των ηθοποιών, η χρήση του σκηνικού χώρου, η χρήση οπτικοακουστικών τεχνασμάτων για την ισχυρότερη εντύπωση του μηνύματος ή της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων και, φυσικά, η σκηνική τοποθέτηση των ηθοποιών.
Η παράσταση του Οθέλλου που ανέβηκε από την βερολινέζικη Schaubuhne, σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάγιερ, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ήταν, σχεδόν, επιτυχημένη. Και λέω σχεδόν γιατί κάποια από τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Ο Οστερμάγιερ δεν διάβασε το σαιξπηρικό δράμα ως μια τραγωδία αντιθέσεων (μαύρο-άσπρο, καλό-κακό, αρσενικό-θηλυκό κλπ). Μπορώ να πω ότι δεν το διάβασε καν ως τραγωδία, και αυτό είναι το πρώτο από τα στοιχήματα που κέρδισε. Σε ένα σκηνικό όπου κυριαρχεί το νερό (μαύρο ή σκοτεινό, διαλέγεις και παίρνεις) όλοι οι ήρωες στέκονται ίσοι, σχεδόν μονίμως πάνω στη σκηνή, με μόνο διαχωρισμό τους τους τίτλους που τους απονέμονται. Ο Οθέλλος, πιο λευκός κι από την Δυσδαιμόνα, βάφεται μαύρος στην αριστουργηματική αρχική σκηνή, ντυμένη με μια, οριακά, τελετουργική μουσική, στην οποία παρακολουθούμε, χωρίς ίχνος προκλητικότητας, το σκανδαλώδες ζεύγος να ολοκληρώνει την πρώτη νύχτα του γάμου. Όταν επανεμφανιστεί θα είναι πάλι λευκός, ντυμένος στην επίσης λευκή ναυτική στολή του.
Ο Ιάγος, ντυμένος κι αυτός στα λευκά, κινείται αποκλειστικά και μόνο στο φως. Η γνωστή σκοτεινή φιγούρα του απόλυτου κακού δεν έχει καμμιά θέση σε μια απογυμνωμένη από μανιχαϊστικά στοιχεία παράσταση. Ένας βαθειά πληγωμένος άνθρωπος είναι ο Ιάγος και τίποτα παραπάνω. Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του δεν είναι μόνο η θέση του υπασπιστή, η οποία στο μυαλό του δικαιωματικά του ανήκει, αλλά και μια θέση στην καρδιά του ατρόμητου μαυριτανού στρατηγού. Γι’αυτό δεν σταματάει τις δολοπλοκίες του όταν ο πρώτος στόχος έχει πια επιτευχθεί. Η ολοκλήρωση του σχεδίου του απαιτεί και την εξόντωση της αγνής και προκλητικής αγάπης του πρωταγωνιστικού ζευγαριού.
Αν υπάρχει μια “ύβρις” στο έργο, αυτή είναι ο έρωτας. Όχι ο έρωτας των ποιητών και των εφηβικών όρκων, αλλά ο βίαιος, σαρκικός έρωτας. Ο ασίγαστος πόθος και το αβάσταχτο πάθος. Από την πρώτη ερωτική συνεύρεση των δύο εραστών ως την, σαν βίαιη ερωτική σκηνή, τελευταία και φονική, τα πάντα διαχέονται από έναν, σχεδόν, ωμό ερωτισμό. Οι γυναίκες φοράνε προκλητικά ρούχα και κάθονται με τα πόδια ανοιχτά, οι άντρες είναι οριακά αμφισεξουαλικοί, κάποιοι από τους διαλόγους συμπληρώνονται από ερωτική προσομοίωση, η γιορτή για την αποβίβαση στην Κύπρο υπονοείται ότι καταλήγει σε ένα μεγάλο όργιο, η ίδια η Κύπρος, μέσω των προβαλλόμενων στο video wall εικόνων, συνδέεται με το Las Vegas και όλα αυτά υπό τους ήχους μιας “παγανιστικής” αφρο-βαλκανικής τζαζ μουσικής (εκπληκτική δουλειά από τους The Polydelic Souls, όποιος ξέρει κάτι παραπάνω ας μου πει κι εμένα).
Συμπαραστάτες του σκηνοθέτη τους, οι ηθοποιοί της παράστασης, έδωσαν ένα πραγματικό ρεσιτάλ. Ένα πραγματικά δεμένο σύνολο χαρισματικών ανθρώπων (ξεχώρισε λόγω και του ρόλου του ο Στέφαν Στερν ως Ιάγος) έπαιξαν με τους ρόλους τους, αλλά και με το κοινό. Άλλο ένα κερδισμένο στοίχημα. Η υποκριτική έδωσε τη θέση της στο παιχνίδι. Χωρίς ευκολίες και χωρίς να εκχυδαΐσουν το κείμενο απάλλαξαν την παράσταση από το βάρος των γνωστών τραγικών ερμηνειών και απέδωσαν τέλεια την ελαφρότητα του παιχνιδιού ανάμεσα στους ήρωες αλλά και, ίσως κυρίως και, ανάμεσα σε αυτούς και το κοινό.
Κάπου εδώ, όμως, έρχεται ο αρχικός προβληματισμός. Εξαιρετική η παράσταση, σίγουρα, και, ίσως, μια από τις καλύτερες που έχω δει στη ζωή μου, όμως έπρεπε να παιχτεί στην Επίδαυρο; Δεν αναφέρομαι στην ιερότητα του χώρου, μακριά από μένα τέτοιες αηδίες, αλλά στην οικονομία του χώρου. Ο γερμανός σκηνοθέτης, είτε από επιλογή είτε επειδή είναι έξω από την κουλτούρα του, αγνόησε τις παραμέτρους που ορίζει το ανοιχτό θέατρο και έστησε μια παράσταση κλειστού χώρου. Είναι γνωστό ότι ο Τσέχωφ έγραφε τα έργα του έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Ο Οστερμάγιερ δεν “μετέφρασε” το έργο του Σαίξπηρ έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή του θεάτρου της Επιδαύρου. Το εικαστικό αποτέλεσμα ήταν άψογο, αλλά αν εξαιρέσεις το τελευταίο μισάωρο που εκτυλίχτηκε στο ημίφως, η σκηνή ήταν αμέτοχη της παράστασης.
Εν κατακλείδι, υπέροχη παράσταση, όμως ευελπιστώ ότι θα μπορέσω να ταξιδέψω στο Βερολίνο αυτόν τον Νοέμβρη, ούτως ώστε να την δω όπως πρέπει.
Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010
Ελεύθερη Ένωση
Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα
Με τις σκέψεις θερινών αστραπών
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με τη μέση ενυδρίδας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και συστάδες αστεριών του μικρότερου μεγέθους
Με δόντια από χνάρια λευκού ποντικού σε λευκή γη
Με γλώσσα τριμμένων κεχριμπαριών και κρυστάλλων
Η γυναίκα μου με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με βλεφαρίδες μπαστουνάκια παιδικής γραφής
Με φρύδια από χείλος φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου
Και πάχνης στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με τα δάχτυλα της τύχης και του άσου κούπα
Με δάχτυλα από κομμένο σανό
Η γυναίκα μου με μασχάλες κουναβιού και καρπού οξιάς
Της νύχτας του Αη-Γιάννη
Από αγριομυρτιά και φωλιά αγγελόψαρων
Με μπράτσα από αφρό της θάλασσας και υδατοφράγματα
Και μείγμα σταριού στο μύλο
Η γυναίκα μου με γάμπες πυροτεχνήματα
Με κινήσεις ωρολογιακές και απόγνωσης
Η γυναίκα μου με πόδια από καρδιά κουφοξυλιάς
Η γυναίκα μου με πόδια αρκτικόλεξα
Με πόδια αρμαθιές κλειδιών, με πόδια από πότες εξωτικά πουλιά
Η γυναίκα μου με λαιμό από μαργαριταρένιο κριθάρι
Η γυναίκα μου με λαιμό κοιλάδας χρυσού
Συνάντησης στο λίκνο του ίδιου του χείμαρρου
Με στήθη από νύχτα
Η γυναίκα μου με στήθη θαλασσινές φωλιές τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθη χοάνες ρουμπινιών
Με στήθη φάσματος ρόδων στη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά που ξεδιπλώνει τη βεντάλια του χρόνου
Με την κοιλιά γιγάντιου γαμψού νυχιού
Η γυναίκα μου με πλάτη από πουλιά σε κάθετη απόδραση
Με πλάτη υδραργύρου
Με πλάτη από φως
Με αυχένα από στρογγυλεμένη πέτρα και υγρή κιμωλία
Και πτώση ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς πλοιαρίου
Με γοφούς πολυελαίου και φτερών βέλους
Και μίσχων φτερών από λευκά παγώνια
Μιας αναίσθητης ισορροπίας
Η γυναίκα μου με γλουτούς από ψαμμίτη και αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς από άνοιξη
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού και ορνιθόρυγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο από φύκια και παλιά καραμέλα
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με μάτια πλήρη δακρύων
Με μάτια ιώδους πανοπλίας και μαγνητικής βελόνης
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια από νερό που πίνεις στη φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια από ξύλο πάντοτε κάτω από τσεκούρι
Με μάτια στη στάθμη του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς
--------------------------------------------------------------------------------------
Ο Andre Breton δεν είναι από τους αγαπημένους μου, όμως, πριν από χρόνια, διαβάζοντας το Αισθητικό Τρίπτυχο του Γεωργίου Μουρέλου, διάβασα ένα μικρό απόσπασμα αυτού του ποιήματος και συγκλονίστηκα. Εδώ παρουσιάζεται ολόκληρο σε ελληνική μετάφραση. Για τους γαλλομαθείς το αυθεντικό ποίημα μπορεί να διαβαστεί εδώ.
Με τις σκέψεις θερινών αστραπών
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με τη μέση ενυδρίδας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και συστάδες αστεριών του μικρότερου μεγέθους
Με δόντια από χνάρια λευκού ποντικού σε λευκή γη
Με γλώσσα τριμμένων κεχριμπαριών και κρυστάλλων
Η γυναίκα μου με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με βλεφαρίδες μπαστουνάκια παιδικής γραφής
Με φρύδια από χείλος φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου
Και πάχνης στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με τα δάχτυλα της τύχης και του άσου κούπα
Με δάχτυλα από κομμένο σανό
Η γυναίκα μου με μασχάλες κουναβιού και καρπού οξιάς
Της νύχτας του Αη-Γιάννη
Από αγριομυρτιά και φωλιά αγγελόψαρων
Με μπράτσα από αφρό της θάλασσας και υδατοφράγματα
Και μείγμα σταριού στο μύλο
Η γυναίκα μου με γάμπες πυροτεχνήματα
Με κινήσεις ωρολογιακές και απόγνωσης
Η γυναίκα μου με πόδια από καρδιά κουφοξυλιάς
Η γυναίκα μου με πόδια αρκτικόλεξα
Με πόδια αρμαθιές κλειδιών, με πόδια από πότες εξωτικά πουλιά
Η γυναίκα μου με λαιμό από μαργαριταρένιο κριθάρι
Η γυναίκα μου με λαιμό κοιλάδας χρυσού
Συνάντησης στο λίκνο του ίδιου του χείμαρρου
Με στήθη από νύχτα
Η γυναίκα μου με στήθη θαλασσινές φωλιές τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθη χοάνες ρουμπινιών
Με στήθη φάσματος ρόδων στη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά που ξεδιπλώνει τη βεντάλια του χρόνου
Με την κοιλιά γιγάντιου γαμψού νυχιού
Η γυναίκα μου με πλάτη από πουλιά σε κάθετη απόδραση
Με πλάτη υδραργύρου
Με πλάτη από φως
Με αυχένα από στρογγυλεμένη πέτρα και υγρή κιμωλία
Και πτώση ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς πλοιαρίου
Με γοφούς πολυελαίου και φτερών βέλους
Και μίσχων φτερών από λευκά παγώνια
Μιας αναίσθητης ισορροπίας
Η γυναίκα μου με γλουτούς από ψαμμίτη και αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς από άνοιξη
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού και ορνιθόρυγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο από φύκια και παλιά καραμέλα
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με μάτια πλήρη δακρύων
Με μάτια ιώδους πανοπλίας και μαγνητικής βελόνης
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια από νερό που πίνεις στη φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια από ξύλο πάντοτε κάτω από τσεκούρι
Με μάτια στη στάθμη του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς
--------------------------------------------------------------------------------------
Ο Andre Breton δεν είναι από τους αγαπημένους μου, όμως, πριν από χρόνια, διαβάζοντας το Αισθητικό Τρίπτυχο του Γεωργίου Μουρέλου, διάβασα ένα μικρό απόσπασμα αυτού του ποιήματος και συγκλονίστηκα. Εδώ παρουσιάζεται ολόκληρο σε ελληνική μετάφραση. Για τους γαλλομαθείς το αυθεντικό ποίημα μπορεί να διαβαστεί εδώ.
Σάββατο 17 Ιουλίου 2010
Θα έρθει η μέρα?
Τον οδηγούν, δεμένο, στον άγιο τόπο του μαρτυρίου και τον σταυρώνουν πάνω στον βράχο. Το πρόσωπο συσπάται σε κάθε χτύπημα του σφυριού. Νιώθει τον πόνο, νιώθει την αγωνία, αλλά δεν νιώθει φόβο. Είναι ο αίρων το μέλλον του ανθρώπου, ο πρώτος Μεσσίας, θεός και άνθρωπος μαζί, όχι επειδή τον έθρεψε ανθρώπινη μήτρα, αλλά από αγάπη γι’αυτούς τους εφήμερους, αποκομμένους από το μοιράδι της εξουσίας μιας νέας τάξης πραγμάτων που ήρθε μέσα από φωτιά κι ατσάλι.
Διπλοτσεκάρουν τα δεσμά του κι αποχωρούν. Μένει μόνος μαζί με τους δώδεκα αποστόλους του, μα, αυτός ο τάλας, δεν λυγίζει. Πιο σκληρός από τον βράχο του, πιο δυνατός από τα δεσμά του, στέκει εκεί στην κορυφή του κόσμου γνωρίζοντας την αμαρτία που τον φυλάκισε, προλέγοντας την αμαρτία που θα τον βασανίσει, αναμένοντας τη λύτρωση, που θ’αργήσει αλλά θα’ρθεί, δεκατρείς γενιές μετά.
Ο Προμηθέας γνωρίζει. Αυτό είναι το μεγάλο αμάρτημα του. Η διάδοση της γνώσης της φωτιάς τον φέρνει σιδηροδέσμιο στην κορυφή του Καυκάσου. Η απόκρυψη μιας άλλης, πιο μυστικιστικής και ζωτικής για τον άρχων του κόσμου, θα τον ρίξει στα Τάρταρα όπου θα βασανίζεται για την ευσπλαχνία του με την συστηματική αφαίρεση ενός εκ των σπλάχνων του. Σε μέλλοντα χρόνο, γνωρίζει και γνωρίζουμε, πως αυτό το ίδιο αμάρτημα θα τον ελευθερώσει και μαζί μ’αυτόν όλους εμάς τους ταπεινούς, εν τη κοινή γνώσει, αδελφούς του.
Για τον Αισχύλο, ο Προμηθέας είναι το όχημα μιας έντονης πολιτικής αντίδρασης σε κάθε τι τυρρανικό, ακόμα κι αν αυτό είναι το θεϊκό δικαίωμα στην εξουσία. Ένα παράδοξο για έναν δημοκράτη, αλλά βαθιά θρησκευόμενο ποιητή, ο οποίος στις Ευμενίδες του περιγράφει τον ίδιο τύρρανο, ως δίκαιο και πάνσοφο θεό. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε αν στον Προμηθέα Λυόμενο, που ακολουθεί, μαζί με τον ήρωα, λύεται και η παρεξήγηση. Αν ο δίκαιος Ζευς αναγνωρίζει στον Προμηθέα την συμβολή του στην ανάληψη της εξουσίας και στον άνθρωπο το δικαίωμα της γνώσης.
Η παράσταση
Μια γυναίκα καθισμένη σε μια χαμηλή πέτρα, κοιτάζει έντρομη το κενό. Δυο άντρες με καφέ κοστούμια στέκονται στην κορυφή της κερκίδας. Γρήγορα κατεβαίνουν τα σκαλιά και ξαπλώνουν με το πρόσωπο στο χώμα και τα χέρια «δεμένα» πισθάγκωνα. Σιγά σιγά, δέκα ακόμα άντρες παίρνουν τη θέση τους κατάχαμα και ο ήχος αλλεπάλληλων πυροβολισμών γεμίζει τον χώρο. Η παράσταση έχει αρχίσει.
Η προσέγγιση ενός αρχαίου δράματος είναι πάντοτε ένα ζήτημα ατελείωτων συζητήσεων, πολλώ δε μάλλον, όταν την προσέγγιση αυτή την κάνει ένας σκηνοθέτης γνωστός για την επιμονή του στην σωματική ερμηνεία των ηθοποιών, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον στιβαρό λόγο που χαρακτηρίζει, κυρίως, τις αισχυλικές τραγωδίες.
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, έκανε, στην τρίτη του, μεταφορά του Προμηθέα Δεσμώτη, μια εξ’αρχής και εξ’ορισμού, αμφιλεγόμενη κίνηση. Ξεγύμνωσε τον Προμηθέα από τον οντολογικό προβληματισμό και ανέδειξε μόνο την πολιτική πλευρά του έργου, επιχειρώντας μια σύνδεση της Τιτανομαχίας και των επακολούθων της με τη σημερινή πολιτική κατάσταση.
Όπως ο ίδιος λέει σε μια συνέντευξη του, ο χορός των Ωκεανίδων είναι μια ομάδα εξαθλιωμένων μεταναστών, δεσμωτών της σημερινής εξουσίας οι οποίοι, ενώ ξεκινούν παραδομένοι στην κατήφεια του μαρτυρίου τους, με την είσοδο του Προμηθέα εναντιώνονται στην εξουσία και ορθώνουν και αυτοί το ανάστημα τους, «γίνονται και αυτοί Προμηθείς», απαντώντας καταφατικά στη, λάιτ μότιφ, ερώτηση της παράστασης: «Θα έρθει μια μέρα?».
Για να το επιτύχει αυτό, ακολουθεί μερικούς ακόμη πιο αμφιλεγόμενους δρόμους.
Επιλέγει ένα σύνολο ηθοποιών και την παρουσίαση του κειμένου σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, τούρκικα και γερμανικά, δίνοντας μια παγκοσμιοποιημένη ανάγνωση. Και οι τρεις λαοί δοκιμασμένοι σε συνεχείς πολέμους, κατά καιρούς ηττημένοι και ταπεινωμένοι, και σίγουρα συμμέτοχοι του ζητήματος. Πάνω απ’όλα, δίνει τον Προμηθέα σε έναν, εξαιρετικό, Τούρκο ηθοποιό, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την κοινή μοίρα των, ακόμα και αντιμαχόμενων, λαών.
Ο Ήφαιστος, το Κράτος και ο Ωκεανός, αναδύονται μέσα από τον χορό, υποδεικνύοντας την άμεση σχέση του δέσμιου με τον δεσμοφύλακα του, του πάσχοντα με τον συμπάσχοντα, ενώ η Ιώ, μια κυνηγημένη μετανάστρια κατά τον σκηνοθέτη, έρχεται απ’έξω υπογραμμίζοντας το πρόβλημα της γυναίκας στην σημερινή κοινωνία και την εμπορευματοποίηση της λευκής, ή και μάυρης, σάρκας της.
Ο Ερμής, σε μια απίστευτη σκηνοθετική έμπνευση, εμφανίζεται ξαφνικά μέσα από το κοινό, ανάμεσα στο οποίο βρίσκεται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Το τσιράκι της εξουσίας, είναι ένας από εμάς. Δεν είμαστε εμείς άμοιροι των ευθυνών μας. Ίσα ίσα, είμαστε μέτοχοι των δεινών τους. Ο Γερμανός ηθοποιός, σαν δεσμοφύλακας στρατοπέδου συγκέντρωσης, περιπαίζει, χτυπάει, βασανίζει τον ταλαιπωρημένο χορό, ο οποίος σε στάση προσοχής, υπομένει, μα δεν λυγίζει.
Τέλος, κι εδώ βρίσκεται και το πιο αμφιλεγόμενο σημείο της παράστασης, ο σκηνοθέτης εισάγει έναν ακόμα χαρακτήρα (ή μήπως είναι η, βουβή στον Αισχύλο, Βία?). Μια γηραιά κυρία καθισμένη σε μια πέτρα, η οποία είναι παρούσα στη σκηνή πριν την έναρξη της παράστασης και παραμένει και μετά το τέλος της. Από το στόμα της δεν βγαίνουν αισχύλεια λόγια, αλλά, στο Α στάσιμο, μια ανάμνηση ενός, εμφυλίου(?), πολέμου και μιας βασανιστικής απαίτησης για προδοσία και, στο Γ στάσιμο, ένα κείμενο για την καταστροφική μανία της φωτιάς, του θείου δώρου, που ο Προμηθέας έκλεψε για εμάς, κι εμείς χρησιμοποιήσαμε με όλους τους λάθος τρόπους.
Η παράσταση κλείνει αμέσως μετά το χειροκρότημα του κοινού. Ο Τούρκος Προμηθέας μας ζητάει να κάνουμε ησυχία και μας ρωτάει, στα ελληνικά: «Θα έρθει μια μέρα?». Κάποιοι απαντούν, κάποιοι άλλοι όχι. Και αυτή, ακριβώς, είναι και η κατακλείδα της παράστασης. Είμαστε όλοι παρόντες στη σημερινή, τραγική, πολιτική κατάσταση. Κάποιοι από εμάς στεκόμαστε βολεμένοι, αδιάφοροι για τον πόνο και την καταστροφή που μας περιβάλει. Κάποιοι άλλοι, ορθώνουν το ανάστημα τους, απαντούν στο ερώτημα των καιρών και είναι έτοιμοι να γίνουν και αυτοί Προμηθείς.
Εν κατακλείδι, αυτού του κειμένου, η παράσταση του Θεάτρου Άττις ήταν μια τυπική τερζοπούλεια παράσταση. Σωματικές ερμηνείες, γεωμετρική διάταξη των ηθοποιών στο χώρο, εξαιρετική χρήση ήχου και φωτισμού και, πάνω απ’όλα, μια διαφορετική, πιο προσωπική, ματιά σε ένα κείμενο ηλικίας δυόμιση χιλιάδων ετών. Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία, με μια μόνο, μικρή, ένσταση. Η τραγωδία του Αισχύλου υπήρξε η αφορμή και το μέσον για την επίτευξη ενός στόχου. Ο τίτλος της παράστασης ως «Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου» μοιάζει κάπως παράταιρος. Θεωρώ ότι μια εστιασμένη στο Θέατρο Άττις αναφορά της παράστασης θα ήταν περισσότερο τίμια απέναντι στο, ανυποψίαστο, κοινό. Γιατί το υποψιασμένο, δεν είχε καμμία αμφιβολία για το τι ακριβώς θα παρακολουθούσε.
Ιδιαίτερη αναφορά, τέλος, πρέπει να γίνει στο έργο τέχνης του Γιάννη Κουνέλλη, ενός εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της arte povera παγκοσμίως, που κοσμούσε τους τοίχους του Παλαιού Ελαιουργείου της Ελευσίνας. Μια κατασκευή με σχοινιά και πέτρες ύψους περίπου πέντε μέτρων και συνολικού μήκους περίπου εξήντα, η οποία δέσποζε στον σκηνικό χώρο αναδεικνύοντας τα κοινά, σε όλους μας, δεσμά, αλλά και τον κοινό, μεταξύ μας, δεσμό.
Διπλοτσεκάρουν τα δεσμά του κι αποχωρούν. Μένει μόνος μαζί με τους δώδεκα αποστόλους του, μα, αυτός ο τάλας, δεν λυγίζει. Πιο σκληρός από τον βράχο του, πιο δυνατός από τα δεσμά του, στέκει εκεί στην κορυφή του κόσμου γνωρίζοντας την αμαρτία που τον φυλάκισε, προλέγοντας την αμαρτία που θα τον βασανίσει, αναμένοντας τη λύτρωση, που θ’αργήσει αλλά θα’ρθεί, δεκατρείς γενιές μετά.
Ο Προμηθέας γνωρίζει. Αυτό είναι το μεγάλο αμάρτημα του. Η διάδοση της γνώσης της φωτιάς τον φέρνει σιδηροδέσμιο στην κορυφή του Καυκάσου. Η απόκρυψη μιας άλλης, πιο μυστικιστικής και ζωτικής για τον άρχων του κόσμου, θα τον ρίξει στα Τάρταρα όπου θα βασανίζεται για την ευσπλαχνία του με την συστηματική αφαίρεση ενός εκ των σπλάχνων του. Σε μέλλοντα χρόνο, γνωρίζει και γνωρίζουμε, πως αυτό το ίδιο αμάρτημα θα τον ελευθερώσει και μαζί μ’αυτόν όλους εμάς τους ταπεινούς, εν τη κοινή γνώσει, αδελφούς του.
Για τον Αισχύλο, ο Προμηθέας είναι το όχημα μιας έντονης πολιτικής αντίδρασης σε κάθε τι τυρρανικό, ακόμα κι αν αυτό είναι το θεϊκό δικαίωμα στην εξουσία. Ένα παράδοξο για έναν δημοκράτη, αλλά βαθιά θρησκευόμενο ποιητή, ο οποίος στις Ευμενίδες του περιγράφει τον ίδιο τύρρανο, ως δίκαιο και πάνσοφο θεό. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε αν στον Προμηθέα Λυόμενο, που ακολουθεί, μαζί με τον ήρωα, λύεται και η παρεξήγηση. Αν ο δίκαιος Ζευς αναγνωρίζει στον Προμηθέα την συμβολή του στην ανάληψη της εξουσίας και στον άνθρωπο το δικαίωμα της γνώσης.
Η παράσταση
Μια γυναίκα καθισμένη σε μια χαμηλή πέτρα, κοιτάζει έντρομη το κενό. Δυο άντρες με καφέ κοστούμια στέκονται στην κορυφή της κερκίδας. Γρήγορα κατεβαίνουν τα σκαλιά και ξαπλώνουν με το πρόσωπο στο χώμα και τα χέρια «δεμένα» πισθάγκωνα. Σιγά σιγά, δέκα ακόμα άντρες παίρνουν τη θέση τους κατάχαμα και ο ήχος αλλεπάλληλων πυροβολισμών γεμίζει τον χώρο. Η παράσταση έχει αρχίσει.
Η προσέγγιση ενός αρχαίου δράματος είναι πάντοτε ένα ζήτημα ατελείωτων συζητήσεων, πολλώ δε μάλλον, όταν την προσέγγιση αυτή την κάνει ένας σκηνοθέτης γνωστός για την επιμονή του στην σωματική ερμηνεία των ηθοποιών, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον στιβαρό λόγο που χαρακτηρίζει, κυρίως, τις αισχυλικές τραγωδίες.
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, έκανε, στην τρίτη του, μεταφορά του Προμηθέα Δεσμώτη, μια εξ’αρχής και εξ’ορισμού, αμφιλεγόμενη κίνηση. Ξεγύμνωσε τον Προμηθέα από τον οντολογικό προβληματισμό και ανέδειξε μόνο την πολιτική πλευρά του έργου, επιχειρώντας μια σύνδεση της Τιτανομαχίας και των επακολούθων της με τη σημερινή πολιτική κατάσταση.
Όπως ο ίδιος λέει σε μια συνέντευξη του, ο χορός των Ωκεανίδων είναι μια ομάδα εξαθλιωμένων μεταναστών, δεσμωτών της σημερινής εξουσίας οι οποίοι, ενώ ξεκινούν παραδομένοι στην κατήφεια του μαρτυρίου τους, με την είσοδο του Προμηθέα εναντιώνονται στην εξουσία και ορθώνουν και αυτοί το ανάστημα τους, «γίνονται και αυτοί Προμηθείς», απαντώντας καταφατικά στη, λάιτ μότιφ, ερώτηση της παράστασης: «Θα έρθει μια μέρα?».
Για να το επιτύχει αυτό, ακολουθεί μερικούς ακόμη πιο αμφιλεγόμενους δρόμους.
Επιλέγει ένα σύνολο ηθοποιών και την παρουσίαση του κειμένου σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, τούρκικα και γερμανικά, δίνοντας μια παγκοσμιοποιημένη ανάγνωση. Και οι τρεις λαοί δοκιμασμένοι σε συνεχείς πολέμους, κατά καιρούς ηττημένοι και ταπεινωμένοι, και σίγουρα συμμέτοχοι του ζητήματος. Πάνω απ’όλα, δίνει τον Προμηθέα σε έναν, εξαιρετικό, Τούρκο ηθοποιό, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την κοινή μοίρα των, ακόμα και αντιμαχόμενων, λαών.
Ο Ήφαιστος, το Κράτος και ο Ωκεανός, αναδύονται μέσα από τον χορό, υποδεικνύοντας την άμεση σχέση του δέσμιου με τον δεσμοφύλακα του, του πάσχοντα με τον συμπάσχοντα, ενώ η Ιώ, μια κυνηγημένη μετανάστρια κατά τον σκηνοθέτη, έρχεται απ’έξω υπογραμμίζοντας το πρόβλημα της γυναίκας στην σημερινή κοινωνία και την εμπορευματοποίηση της λευκής, ή και μάυρης, σάρκας της.
Ο Ερμής, σε μια απίστευτη σκηνοθετική έμπνευση, εμφανίζεται ξαφνικά μέσα από το κοινό, ανάμεσα στο οποίο βρίσκεται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Το τσιράκι της εξουσίας, είναι ένας από εμάς. Δεν είμαστε εμείς άμοιροι των ευθυνών μας. Ίσα ίσα, είμαστε μέτοχοι των δεινών τους. Ο Γερμανός ηθοποιός, σαν δεσμοφύλακας στρατοπέδου συγκέντρωσης, περιπαίζει, χτυπάει, βασανίζει τον ταλαιπωρημένο χορό, ο οποίος σε στάση προσοχής, υπομένει, μα δεν λυγίζει.
Τέλος, κι εδώ βρίσκεται και το πιο αμφιλεγόμενο σημείο της παράστασης, ο σκηνοθέτης εισάγει έναν ακόμα χαρακτήρα (ή μήπως είναι η, βουβή στον Αισχύλο, Βία?). Μια γηραιά κυρία καθισμένη σε μια πέτρα, η οποία είναι παρούσα στη σκηνή πριν την έναρξη της παράστασης και παραμένει και μετά το τέλος της. Από το στόμα της δεν βγαίνουν αισχύλεια λόγια, αλλά, στο Α στάσιμο, μια ανάμνηση ενός, εμφυλίου(?), πολέμου και μιας βασανιστικής απαίτησης για προδοσία και, στο Γ στάσιμο, ένα κείμενο για την καταστροφική μανία της φωτιάς, του θείου δώρου, που ο Προμηθέας έκλεψε για εμάς, κι εμείς χρησιμοποιήσαμε με όλους τους λάθος τρόπους.
Η παράσταση κλείνει αμέσως μετά το χειροκρότημα του κοινού. Ο Τούρκος Προμηθέας μας ζητάει να κάνουμε ησυχία και μας ρωτάει, στα ελληνικά: «Θα έρθει μια μέρα?». Κάποιοι απαντούν, κάποιοι άλλοι όχι. Και αυτή, ακριβώς, είναι και η κατακλείδα της παράστασης. Είμαστε όλοι παρόντες στη σημερινή, τραγική, πολιτική κατάσταση. Κάποιοι από εμάς στεκόμαστε βολεμένοι, αδιάφοροι για τον πόνο και την καταστροφή που μας περιβάλει. Κάποιοι άλλοι, ορθώνουν το ανάστημα τους, απαντούν στο ερώτημα των καιρών και είναι έτοιμοι να γίνουν και αυτοί Προμηθείς.
Εν κατακλείδι, αυτού του κειμένου, η παράσταση του Θεάτρου Άττις ήταν μια τυπική τερζοπούλεια παράσταση. Σωματικές ερμηνείες, γεωμετρική διάταξη των ηθοποιών στο χώρο, εξαιρετική χρήση ήχου και φωτισμού και, πάνω απ’όλα, μια διαφορετική, πιο προσωπική, ματιά σε ένα κείμενο ηλικίας δυόμιση χιλιάδων ετών. Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία, με μια μόνο, μικρή, ένσταση. Η τραγωδία του Αισχύλου υπήρξε η αφορμή και το μέσον για την επίτευξη ενός στόχου. Ο τίτλος της παράστασης ως «Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου» μοιάζει κάπως παράταιρος. Θεωρώ ότι μια εστιασμένη στο Θέατρο Άττις αναφορά της παράστασης θα ήταν περισσότερο τίμια απέναντι στο, ανυποψίαστο, κοινό. Γιατί το υποψιασμένο, δεν είχε καμμία αμφιβολία για το τι ακριβώς θα παρακολουθούσε.
Ιδιαίτερη αναφορά, τέλος, πρέπει να γίνει στο έργο τέχνης του Γιάννη Κουνέλλη, ενός εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της arte povera παγκοσμίως, που κοσμούσε τους τοίχους του Παλαιού Ελαιουργείου της Ελευσίνας. Μια κατασκευή με σχοινιά και πέτρες ύψους περίπου πέντε μέτρων και συνολικού μήκους περίπου εξήντα, η οποία δέσποζε στον σκηνικό χώρο αναδεικνύοντας τα κοινά, σε όλους μας, δεσμά, αλλά και τον κοινό, μεταξύ μας, δεσμό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)